Κυριακή 19 Οκτωβρίου 2014

Ο Αιώνιος Παράδεισος - Το μυστήριον του Θανάτου

Ο ΑΙΩΝΙΟΣ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ
Ή μέλλουσα βασιλεία.
Ν.Π.ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΗΣ
Είναι καιρός πλέον νά προσπαθήσουμε νά δοκιμάσουμε κάποια πρόγευση τής αιώνιας μακαριότητος τών δικαίων. Κατά τήν ήμέρα τής κρίσεως ό Κριτής θά στραφεί πρός αύτούς μέ βλέμμα ιλαρό καί φωτεινό καί θά τούς πει μέ γλυκειά φωνή: «Δεϋτε οί ευλογημένοι τοΰ πατρός μου, κληρονομήσατε τήν ήτοιμασμένην ύμϊν βασιλείαν άπό καταβολής κόσμου» (Ματθ. κε' [25] 34).
’Ώ, ή αιώνια βασιλεία! Πρός αύτήν στρέφονται οί άγιες ελπίδες καί οί άναβάσεις τής καρδιάς μας· πρός αύτήν κατατείνουν όλοι οί ιεροί μας πόθοι. Αύτή είναι τό ύψιστο τέλος τών θεοφιλών άγώνων μας. Αύτή νοσταλγούμε άπό τότε ποό έξορισθήκαμε άπό τόν έπίγειο παράδεισο- πρός αύτή σπεύδουμε άπό τότε πού ό Κύριος είσήλθε θριαμβευτής στόν ούρανό, κλαίοντες καί άγαλλόμενοι, πενθούντες καί χαίροντες. Πρός έκείνη τήν άληθινή κατάπαυση τρέχουμε,γιά νά είσέλθουμε όσοι έπιστεύσαμε (Έβρ. δ' 3). Έσπείραμε έδώ «εν δάκρυσιν»·, Έκεϊ θά θερίσουμε «έν άγαλλιάσει» (Ψαλ. ρκε' [125] 5). Οί ήμέρες τής πολύμοχθης σποράς τών Άγίων - εϊτε άρχοντες είναι αύτοί εϊτε άρχόμενοι- εϊτε σοφοί εϊτε άσοφοι- εϊτε γέροντες εϊτε νέοι καί νήπια- εί'τε άνδρες εϊτε γυναίκες - πρός έκείνη τήν αιώνια ήμέρα άποβλέπουν γιά τήν πλούσια συγκομιδή. Όλοι αύτοί οί 'Άγιοι, ώς μία παγκόσμια λεγεών, πορεύονται διά μέσου τών αιώνων τήν πρός τά άνω πορεία, γιά νά κληρονομήσουν τήν άτελεύτητη ζωή.
’Άς ύψωθούμε λοιπόν καί έμεΐς έπάνω άπό τόν θόρυβο καί τόν πονηρό περισπασμό τής παρούσης ζωής. Καί άς κάμουμε στό εξής άντικείμενο τής φιλόθεης μελέτης καί τών ιερών στοχασμών μας έκεΐνον τόν λαμπρό καί άτελεύτητο «χρυσούν αιώνα». Καί μόνο ή ενθύμηση τής μακαρίας έκείνης άπολαύσεως γεμίζει τήν ψυχή μέ ανέκφραστη παρηγορία καί αναπτερώνει τίς έλπίδες μας. Διότι βεβαιωνόμαστε ότι έκεΐ έναποθέτει ή ακάματη θύελλα τού παρόντος βίου τά ώραιότατα καί εύωδέστατα άνθη, τά όποια άποσπά άπό τόν στέφανο τών θεοφιλών άγώνων έδώ στή γή. Διότι βεβαιωνόμαστε κατά τρόπο μυστικό ότι έκεΐ δέν θά βρούμε μόνο ό,τι ώραϊο χάσαμε καί ό,τι άγιο έγκαταλείψαμε έδώ στή γή, άλλά άσυγκρίτως ώραιότερα καί άφάνταστα άγιότερα.
Ή εύδαιμονία τοϋ Παραδείσου δέν συγκρίνεται μέ καμμία άγία χαρά τοϋ παρόντος κόσμου. Διότι όλες οί χαρές τής έπίγειας ζωής μας άδυνατίζουν άπό τόν φόβο μήπως παραβούμε τό άγιο θέλημα τού Θεού, μήπως άστοχήσουμε στό έργο τής σωτηρίας μας. Διότι έφ’ όσον φορούμε άκόμη σάρκα, κινδυνεύουμε. Έκεΐ όμως θά έχουμε λυτρωθεί άπό όλα αύτά διά παντός. Δέν κινδυνεύουμε πλέον νά άντιμετωπίσουμε τήν όργή τού Κριτού. Αύτή άκριβώς ή χαρά τής αιώνιας λυτρώσεως καί ή άπόκτηση τού παμπόθητου Παραδείσου θά γεμίζει τήν ψυχή μας μέ άνέκφραστη εύφροσύνη, τήν όποία δέν μπορούμε οΰτε κάν νά φαντασθοϋμε στήν παρούσα ζωή. Διότι όπως ένας έκ γενετής τυφλός δέν έχει τή δυνατότητα νά περιγράψει ή νά έκφρά-σει τήν ποικιλία τών χρωμάτων καί τών μορφών, τό φώς τοϋ ούρα-νού, τίς συμμετρικές διαστάσεις καί τά ώραιότατα χρώματα τού πλανήτη μας, κατά παρόμοιο τρόπο λείπουν καί άπό μάς παραστάσεις, έμπειρίες, ιδέες καί λέξεις γιά νά έκφράσουμε τά θαυμάσια τής νέας ζωής. Αντίθετα μάλιστα- οί λέξεις καί οί εικονικές έκφράσεις πού χρησιμοποιούμε γιά νά περιγράψουμε τή μέλλουσα βασιλεία, μάλλον έπισκοτίζουν τήν πραγματικότητα! Άλλά καί όταν άγιοι τού Θεού άνθρωποι μάς μιλούν γιά κάποια πτυχή τής μακαρίας ζωής τού Παραδείσου, ή όποία τούς άποκαλύφθηκε άπό τόν Θεόν, καί πάλι άδυνατούμε νά έννοήσουμε τή γλυκύτητα τής αιώνιας βασιλείας. Διότι πώς είναι δυνατόν νά έννοήσει τή γλυκύτητα τού μέλιτος έκεϊνος πού δέν γνωρίζει τί είναι τό μέλι;
Έξ άφορμής τής άδυναμίας μας αύτής ό άγιος Συμεών ό νέος Θεολόγος μάς συμβουλεύει μέ πατρική στοργή: «Διά τούτο παρακαλώ σας, άδελφοί μου, νά μή θέλωμεν νά μανθάνωμεν μέ λόγια μοναχά έκεΐνα τά άνεκδιήγητα άγαθά τοϋ Θεοϋ, τό όποιον είναι άδύνατον καί εις έκείνους όποϋ τά διδάσκουν, καί εις έκείνους όπου τά άκούουν- ότι ουτε έκεΐνοι όποϋ διδάσκουν περί νοητών, καί θείων πραγμάτων, ήμποροϋν νά δώσουν φανεραΐς άποδείξεις μέ παρα δείγματα, καί νά παραστήσουν πραγματικώς ,την άλήθειαν, ουτε έκεΐνοι όποϋ τά άκούουν ήμποροϋν νά μάθουν άπό τούς λόγους τους μοναχά τήν άκρίβειαν τών λεγομένων. Άλλά πρέπει νά άγωνισθώμεν μέ κόπους καί πόνους πολλούς διά νά ελθωμεν εις τήν θεωρίαν αύτών, καί νά τά καταλάβωμεν μέ τήν πράξιν, καί δοκιμήν, καί τότε νά διδαχθοϋμεν καί νά φωτισθοϋμεν έκεΐθεν καί τούς περί τών τοιούτων άγαθών λόγους»
Ή Άγία Γραφή, άν καί μάς προσφέρει πλούσιες είκύνες προκειμένου νά μάς περιγράφει τόν Παράδεισο, ώστόσο μάς διδάσκει μέ τόν θεοκίνητο Παύλο, ό όποιος «ήρπάγη» καί άνυψώθηκε μέχρι τρίτου ούρανού, ότι όσα ετοίμασε ό Θεός γιά έκείνους πού τόν άγαποϋν «οφθαλμός ούκ είδε καί ούς (αύτί) ούκ ήκουσε καί έπί καρδίαν άνθρώπου ούκ άνέβη» (Ά Κορ. β' 9). Έκεί ό θείος Παύλος άκουσε λόγια τά όποια κανείς άνθρωπος δέν έχει τή δύναμη νά έκφράσει, ουτε καί έπιτρέπεται νά τά διατυπώσει λόγω τής ίερότητός τους (IV Κορ. ιβ' [12] 4). Στό 21ο καί 22ο κεφάλαιο τοϋ βιβλίου τής Άποκα-λύφεως ό μύστης τών μυστηρίων τού Θεοϋ περιγράφει τόν Παράδεισο ή τήν «καινήν Ιερουσαλήμ» ώς νύμφη έτοιμασμένη σέ γάμο- ώς σκηνή, στήν όποία ό Θεός κατοικεί αιώνια μέ τούς άνθρώπους, οί όποιοι ζοΰν στή θεία μακαριότητα εις «μονάς πολλάς» (Ίω. ιδ' [14 ]
2). Ή έπουράνια πόλη είναι άχειροποίητη, πάντοτε ολόφωτη καί άφάνταστα ώραία, άσφαλισμένη άδιάσειστα στόν αιώνα, καί προσφέρει πανευτυχή διαμονή στούς κατοίκους της. Οί θεμέλιοί της, οί δώδεκα Απόστολοι, είναι κοσμημένοι μέ τούς πολύτιμους λίθους ϊασπι, σάπφειρο, άχάτη, σμάραγδο, σαρδόνυχα, σάρδιο, χρυσόλιθο, βήρυλλο, τοπάζιο, χρυσοπράσινο, υάκινθο καί άμέθυστο. Τά τείχη καί όλα όσα είναι μέσα σ' αύτήν είναι κατασκευασμένα άπό ϊασπι καί καθαρό χρυσό. Οί κάτοικοί της πίνουν άπό «τό ύδωρ τό ζών», τρέφονται άπό τόν καρπό τοϋ «ξύλου τής ζωής» (Άποκ. β' 7) καί βλέπουν διά παντός τό πρόσωπο τού Άρνίου Χριστού. Έκεϊ δέν ύπάρ χει ναός, διότι ή ϊδια αύτή πόλη ολόκληρη είναι τό κατοικητήριο τοϋ παντοκράτορος Θεοϋ καί τοϋ Άρνίου. Στήν «μέλλουσαν πάλιν» (Έβρ. ιγ' [13] 14),τόν «Παράδεισον»(Αουκ. κγ' [23] 43),τήν «πόλιν τοϋ Θεοϋ», τήν «πανήγυριν καί έκκλησίαν πρωτοτόκων έν ούρανοις άπογεγραμμένων» (Έβρ. ιβ' [12] 22-23), τήν κληρονομιά πού δέν φθείρεται καί δέν μολύνεται ούτε μαραίνεται, άλλ’ έχει φυλαχθεί στούς ούρανούς γιά τούς πιστούς (Α' Πέτρ. α' 4), ό Κύριος θά πίνει μαζί μας τό «καινόν» ποτήριον (Ματθ. κζ' [26] 29) στό «μέγα δεϊπνον» (Λουκ. ιδ' [14] 15, 16)3. Έκεΐ ό Κύριος θά ζώσει τή μέση του καί θά βάλει τούς δικαίους νά καθίσουν, καί άφού έλθει πλησίον τους, θά τούς ύπηρετήσει (Λουκ. ιβ' [12] 37).
Όλη αύτή ή δόξα πού μάς περιμένει καί μέ τήν όποία δέν συγκρίνονται τά όσα πάσχουμε καί ύποφέρουμε κατά τόν τωρινό καιρό (βλ. Ρωμ. η' 18),περιγράφεται στήν Κ. Διαθήκη μέ τίς συμβολικές έκφράσεις καί εικόνες τοϋ «δείπνου», τοϋ «γάμου», μέ τήν «άνάκλισιν» σέ συμπόσιο κλπ. Είναι όμως άξιο προσοχής ότι τή λέξη «Παράδεισος», τήν όποία έμεϊς τόσο πολύ χρησιμοποιούμε, ή Κ. Διαθήκη τήν άναφέρει τρεις μόνο φορές! Μία φορά, όταν ό Κύριος μίλησε πρός τόν έκ δεξιών του ληστή (Λουκ. κγ' [23] 43)· μία φορά, όταν ό άπόστολος Παύλος βεβαιώνει ότι «ήρπάγη είς τόν Παράδεισον»(Β' Κορ. ιβ' [12] 4)· καί μία φορά, όταν ό εύαγγελιστής ’Ιωάννης όμιλεϊ γιά τό «ξύλον τής ζωής» (Άποκ. β' 7). Αύτό παρατηρεϊται, διότι στίς ήμέρες τού Κυρίου ή λέξη είχε προσλάβει έννοια καθαρά ύλιστική, ώστε νά έξομοιώνει τά ύπέργεια καί άϋλα καί θεία μέ πράγματα ύλικά. Αύτό είναι σπουδαίο δίδαγμα καί γιά μάς, οί όποιοι πρέπει νά μιλούμε γιά τίς ούράνιες πραγματικότητες μέ προσεκτική καί συγκρατημένη ορολογία καί νά μήν έκφραζόμαστε ούτε νά συζητούμε γιά τά θεία πράγματα κατά τρόπο γήινο καί ύλιστικό...
Αφθαρτον και απερινόητο κάλλος
Ας δοΰμε δμως πώς εκφράζονται οί θείοι Πατέρες γιά τήν αιώνια μακαριότητα τών δικαίων. Καθ’ όσον μάλιστα οί , Πατέρες, δπως λέγει ό Θεολόγος Γρηγόριος, δέν έξετάζουν «χοϊκώς» τά τοϋ πνεύματος ούτε τά «ύψηλά ταπεινώς», άλλά ομιλούν γιά τά μυστήρια τής θείας βασιλείας μέ θαυμαστή άκρίβεια καί άγιο φόβο!
Γράφει ό θείος Χρυσόστομος: ’Εννόησε τήν κατάσταση τής ζωής εκείνης, όσο είναι δυνατόν νά τήν εννοήσει κανείς. Γι’ αύτήν λαμβάνουμε κάποια ιδέα άπό όσα έχουν γραφεί συμβολικά καί αίνιγμα-τωδώς. Άπό τή ζωή έκείνη «άπέδρα οδύνη, λύπη καί στεναγμός» (Ήσ. λε' [35] 10). Σ’ αύτό τό τρισμακάριο τέλος θά φθάσουν όσοι βάδισαν μέ σταθερότητα καί αγωνιστικότητα τήν οδό τών άγίων άρετών τού Χριστού. Έκεϊ δέν έχει νά φοβηθεί κανείς άπύ άρρώστια ή φτώχεια- δέν ύπάρχει έκεϊ άδικών καί άδικούμενος. Δέν θά δεις έκεϊ άνθρωπο πού νά οργίζεται ή βάσκανο καί φθονερό, ούτε κανένα άλλον πού νά φλέγεται άπό «άτοπον έπιθυμίαν», ούτε άλλον «ύπέρ άρχής καί δυναστείας κοπτύμενον (νά πασχίζει)». ’Εκεί θά έχουν σβήσει όλα τά πάθη, δλα θά είναι γεμάτα ειρήνη, εύφροσύνη καί χαρά. Όλα θά είναι ήσυχα, άτάραχα, ίλαρά καί γαλήνια, «πάντα ήμέρα καί λαμπρύτης καί φώς». Φώς όχι αύτό πού ύπάρχει τώρα. άλλ’ άλλο, διαφορετικύ άπ’ αύτό. Έκεΐνο τό φώς θά είναι τόσο λαμπρότερο, όσο ισχυρότερος είναι έδώ ό ήλιος άπό τό λυχνάρι. Έκεϊ δέν ύπάρχει «γήρας, ούτε τά τού γήρατος κακά». Έκεϊ όλα τά έπακόλουθα τής φθοράς θά έξαφανισθοϋν, παντού θά κυριαρχεί ή άφθαρτη δόξα. Τό μεγαλύτερο δμως δλων τών έκεϊ άγαθών είναι ή συνεχής άπόλαυση «τής πρός τόν Χριστόν ομιλίας», «μετά άγγέλων μετά άρχαγγέλων, μετά τών άνωτέρω δυνάμεων». Έπί πλέον έκιί δέν θά ύπάρχει πουθενά έπανάσταση καί μάχη· διότι θά κυρίαρχαϊ άγάπη, συμφωνία γνώμης, ενότητα στενή μεταξύ δλων τών άγίων. τών πολιτών τής βασιλείας. Έκείνη είναι ή πραγματική ζωή, ή άπαλλαγμένη άπό τόν θάνατο, ή όποία έχει καθαρά τά άγαθά. Έκεϊ «πάντα (όλα είναι) χαρά, πάντα ειρήνη, πάντα άγάπη, πάντα ευθυμία, καί πάντα εύφροσύνη, πάντα άληθή καί ειλικρινή» καί άκλόνη τα. Έκεΐ δέν ύπάρχει «θυμός,ού λύπη,ού χρημάτων έρως,ού σωμάτων πόθος, ού πενία, ού πλούτος, ούκ άτιμία, ούκ άλλο τών τοιούτων ούδέν»
Ό Μ. Βασίλειος γράφει: Έκείνη ή χώρα είναι χώρα ζώντων, στήν όποία δέν ύπάρχει νύκτα, δέν ύπάρχει ύπνος,ή άπομίμηση τοϋ θανάτου, στήν όποία δέν ύπάρχει φαγητό, δέν ύπάρχει ποτό,τά ύποστη-ρίγματα τής άδυναμίας μας· δέν ύπάρχει έκεΐ άσθένεια, δέν ύπάρχουν πόνοι, δοκιμασίες καί θλίψεις, δέν ύπάρχει ιατρική θεραπεία, δέν ύπάρχουν δικαστήρια οΰτε έμπόριο οΰτε τέχνες οΰτε χρήματα, ή αιτία όλων τών κακών, ή άφορμή τών πολέμων, ή ρίζα τής έχθρας-άλλά έκεΐ είναι χώρα ζώντων, όχι άποθνησκόντων έξ αιτίας τών άμαρτιών, άλλά ζώντων τήν άληθινή ζωή, πού παρέχεται άπό τόν Ίησούν Χριστόν
Έπί πλέον, ή βασιλεία τών ούρανών δέν είναι ζωή άδρανείας, άπραξίας καί νάρκης. Δέν είναι προσθήκη αιώνων έπί αιώνας· δέν είναι κάτι τό άχρωμάτιστο καί κατάσταση ύπνου, ραστώνης (νωχέλειας, νωθρότητος) καί «άμεριμνοαμεριμνησίας». Είναι ζωή καί δράση, πού ύπερβαίνουν τά άνθρώπινα μέτρα καί τήν άνθρώπινη κατάληψη. Αύτό μάς τό φανέρωσε τό 'Άγιον Πνεύμα. Όταν έδινε οδηγίες τί έπρεπε νά γράψει ό εύαγγελιστής ’Ιωάννης στόν έπίσκοπο τής Εκκλησίας τών Σάρδεων, πρόσθεσε: Έχεις λίγα πρόσωπα στίς Σάρδεις,τά όποια δέν έμολύνθησαν μέ σαρκικές άμαρτίες. Αύτοί θά περιπατήσουν καί θά ζήσουν μαζί μου μέ ένδύματα λευκά καί φωτεινά (Άποκ. γ 4). 'Ώστε «ό μέλλων μακάριος βίος παρίσταται» άπό τό Αγιον Πνεύμα «ώς ζωή καί κίνησις («περιπατήσουσι»), ώς (βίος) δυναμικός καί ούχί στατικός» . Ή έκεΐ ζωή θά είναι δημιουργική, έντελώς διαφορετικής μορφής βεβαίως άπό τήν έδώ ζωή. Έκεΐ θά ύπάρχει περισσότερη ζωή καί κίνηση άπό ό,τι ύπάρχει έδώ. Όλα δέ αύτά δέν θά συντελοϋνται μέσα σέ χώρο καί χρόνο, στή διαδοχή τής ήμέρας καί τής νύκτας· μέσα σέ θορύβους, σέ άγχος, σέ πίεση, μέ βιαστικές καί νευρικές κινήσεις. Όσα θά γίνονται έκεΐ δέν θά είναι «περισπασμός πονηρός» καί «ματαιότης» (Έκκλ. α 13- 2), γεμάτα ταραχή, πόνο καί δάκρυα. Ή έκεί ζωή δέν θά είναι ανησυχία, άγωνιώδης φροντίδα ή τραγωδία. Θά είναι δημιουργική πτήση σ’ ένα αιώνιο παρόν- μία αληθινή ζωή μέσα στούς κόλπους τής άρχιφώτου, ύπεραγάθου καί μακαρίας Τριάδος! Θά ποντοποροϋμε σέ κόσμους όλονέν νέους, άφάνταστα ώραίους! Θά ζοϋμε σέ κύσμο αιώνια νέο, αιώνια φωτεινό καί λαμπρό, αιώνια άγιο, στόν όποιο ή «χάρις τού Κυρίου ’Ιησού Χριστού καί ή άγάπη τού Θεού καί ή κοινωνία του Αγίου Πνεύματος» (Β' Κορ. ιγ' [13] 13) θά είναι μόνιμο καί άναφαί-ρετο κτήμα τών έκλεκτών καί προσφιλών τέκνων τού Θεού (βλ. Έβρ. ιβ' [12] 23)- τών δικαίων πού έχουν γίνει τέλειοι. Καί όλα αύτά μέσα στήν ειρήνη τού Θεού, τής όποιας τήν τελειότητα δέν μπορεί νά νιώσει ουτε άνθρώπινος ούτε άγγελικύς νούς (βλ. Φιλιπ. δ' 7).
Ό Μέγας Φώτιος συνοψίζει όλα αύτά σέ μία ώραιότατη έπιστολή, τήν όποία έγραψε πρός τόν άδελφό του Ταράσιο, προκειμένου νά τόν παρηγορήσει γιά τόν θάνατο τής κόρης του. Ό ίερός Πατήρ παρουσιάζει τήν κόρη πού έκοιμήθη νά έμφανίζεται στόν πατέρα της, νά τοϋ περιγράφει τά έκεί καί νά τοϋ λέγει: Είμαστε έδώ στόν Παράδεισο πλήρεις έγρηγόρσεως καί γνώσεως. Κατέχουμε «τήν θείαν καί ούράνιον σοφίαν», άπολαμβάνουμε άνεκλάλητα άγαθά. Όλος ό έδώ βίος μας είναι «έορτή καί πανήγυρις - λαμπροί δέ λαμπρώς έν άφθάρτοις καί καθαρωτάτοις πολιτευόμενοι σώμασι. Θεόν όρώμεν». όσο είναι δυνατό νά τόν δει άνθρωπος. Καί ένώ έντρυφοϋμε στύ άφραστο καί άπερινόητο κάλλος, «διά παντός άγαλλόμεθα» χωρί' ποτέ νά αισθανόμαστε χορτασμό. Απ’ έναντίας ή άφθονία τής θαυ μαστής αύτής άπολαύσεως γίνεται άφορμή περισσότερης καί βαθύτερης άγάπης πρύς τόν Θεόν. Καί ένώ ικανοποιούμαστε άπό τή θείοι γνώση, ή ικανοποίηση αύτή αύξάνει τόν άγιο πόθο τής γνώσεως, ό όποιος ούδέποτε κατασιγά καί ούδέποτε έκλείπει
Η Θέωση του Ανθρώπου
Ο Κύριος ήμών ’Ιησούς Χριστός έγινε άνθρωπος όχι μόνο γιά νά μάς σώσει άπό τήν άμαρτία, άλλά καί γιά νά άποκαταστήσει πλήρως τήν κοινωνία μας μέ τόν Θεόν, τήν όποία έχάσαμε. Ό Κύριος έγινε άνθρωπος, γιά νά γίνουμε έμεϊς οί άνθρωποι θεοί,γράφει ό Μ. Αθανάσιος. Αλλού παρατηρεί: Έκαμε έμάς τούς άνθρώπους υίούς γιά τόν Πατέρα καί μάς έθεοποίησε μέ τό νά γίνει αύτός άνθρωπος. Ό δέ άγιος Γρηγόριος ό Θεολόγος, ό όποιος μάς διανοίγει θεοπρεπώς τήν Άγία Γραφή, διακηρύττει: «Προσέλαβεν» ό Χριστός τό χειρότερο, δηλαδή τήν άνθρώπινη φύση,γιά νά μάς δώσει τύ «βέλτιον», δηλαδή νά μάς χαρίσει τό καλύτερο,τή θέωση. Γι’ αύτό κι έμεϊς άς γίνουμε θεοί γι’ αύτόν, έπει-δή καί έκεϊνος έγινε άνθρωπος πρός χάρη μας
Αύτά δέν είναι εύσεβεΐς πόθοι- «διότι ή θέωσις τοϋ άνθρώπου ήτο ό σκοπός ολοκλήρου τής θείας δημιουργίας καί ή θέωσις ή τελική άλήθεια τοϋ άνθρώπου». Αύτό μαρτυρεί καί τό τραγικό γεγονός τής πτώσεως τών πρωτοπλάστων. Τί είπε ό παμπόνηρος εχθρός στήν Εύα; Τής είπε: Δέν πρόκειται νά πεθάνετε, έάν φάγετε άπό τόν άπαγορευμένο καρπό- ό Θεός σάς άπαγόρευσε νά φάγετε άπό τόν καρπό αύτό, διότι έγνώριζε ότι τήν ήμέρα πού θά φάγετε άπό αύτόν θά διάνο ιχθοϋν οί οφθαλμοί σας καί θά γίνετε «ώς θεοί γινώσκοντες καλόν καί πονηρόν» (Γεν. γ' 4-5).
’Ενώ όμως οί άνθρωποι πλανηθήκαμε άπό τόν πλάνο καί σπεύσαμε νά έπιτύχουμε τή θέωσή μας χωρίς τόν Θεόν, ό φιλάνθρωπος Θεός ούδέποτε μάς έγκατέλειψε. Ό Υιός καί Λόγος του σαρκώθηκε, σταυρώθηκε, άναστήθηκε καί άναλήφθηκε, καί τώρα άκόμη πρεσβεύει γιά τή σωτηρία μου, λέγει ό άγιος Γρηγόριος ό Θεολόγος, διότι έχει καί σώμα, αύτό πού πήρε όταν έγινε άνθρωπος, έως ότου μέ κάμει θεό μέ τή δύναμη τής ένανθρωπήσεως
Τί έννοοΰμε δμως, δταν λέμε «θέωσις της ανθρώπινης ήμών φύσεως καί θεοποίησις τών δικαίων»; Εννοούμε δτι οί άνθρωποι διά τής θεώσεως γίνονται «κοινωνοί θείας φύσεως» (Β' Πέτρ. α 4), γίνονται «υίοί κατά μέθεξιν»,λύγω τής θείας ένανθρωπήσεως. Κατά φύση ϊίύς είναι μόνον ό Λόγος. Έμεΐς γινόμαστε «θεοί κατά χάριν»-διαποτιζόμαστε κατά κάποιον τρόπο άπό τή θεότητα, όπως τό κοκ-κινισμένο σίδερο διαποτίζεται άπό τή φλόγα τής φωτιάς. Γινόμαστε «κοινωνοί θείας φύσεως», «πάντοτε όμως ύπό τήν προϋπόθεσιν, ότι ή άνθρωπίνη φύσις δέν εκμηδενίζεται άπορροφουμένη ύπό τής άπειρου θείας φύσεως, άλλά, κατά τά πεπερασμένα μέτρα αύτής, μετέχει κατά τύ έφικτύν τής ζωής καί δόξης τοϋ άπροσίτου Θεού»- ταυ-τύχρονα καθένας άπό τούς δικαίους διατηρεί «τήν άτομικύτητά του», ή όποία «έξυψοΰται μέν έγγίζουσα πρύς τύ θειον, παραμένει δμως πεπερασμένη»7. Ή θέωση άρχίζει άπό τήν παρούσα ζωή μέ τήν άσκηση καί τή μίμηση τών άγίων άρετών τοϋ άγαθοϋ, δικαίου καί φιλανθρώπου Θεού- θά ολοκληρωθεί όμως στή βασιλεία τοϋ Θεοϋ. Τότε ή άνθρώπινη φύση τών δικαίων θά άφθαρτοποιηθεΐ, θά λαμπρυνθεΐ, θά έξαγιασθεϊ καί θά δοξασθεΐ. Όλα όμως αύτά θά τά προσλάβει χωρίς καμμία όντολογική μεταβολή. Διότι θέωση είναι ή άνύψωση πρός τό «κρεΐττον», τό άνώτερο, χωρίς όμως μείωση ή «μετάστασιν», μεταβολή τής φύσεως
Τό βαθύ, άκατανόητο στόν άνθρώπινο νού καί «μέγα τούτο μυστήριον» (Έφεσ. ε 32) τής θεώσεώς μας, ή άνεκτίμητη αύτή χάρη καί άνυπολόγιστη τιμή τού πανοικτίρμονος Θεού πρός έμάς, στηρίζεται έπί τής θεώσεως τής άνθρωπίνης φύσεως στό πρόσωπο τού Χριστού. Όπως δηλαδή «έν τώ Χριστώ ό Θεός Λόγος προσέλαβε πραγματικήν σάρκα», παρέμεινε όμως άτρεπτος (άμετάβλητος) ώς πρός τήν θεότητα, «τήν δέ προσληφθείσαν φύσιν άτρέπτως πεποίηκε Θεόν», κατά παρόμοιο τρόπο άναγεννά πνευματικά «καί τήν μακαρίαν ψυχήν»· καί ένώ αύτή συνεχίζει νά μένει άνθρωπος, «ποιεί αύτήν θεόν»  Επομένως, κατά τήν άτελεύτητη βασιλεία καθένας άπό τούς δικαίους θά διατηρεί τήν προσωπικότητά του, ή όποία θά διακρίνεται σαφώς τών τριών προσώπων τής ύπερουσίου καί άδιαι-ρέτου Άγίας Τριάδος. Ή θεωθεΐσα άνθρώπινη προσωπικότητα δέν θά είναι συνηνωμένη «ούσιωδώς καί ύποστατικώς» πρός ένα τών προσώπων τής Άγίας Τριάδος. «Ένώ δέ ό Λόγος ώς άπειρος Θεός “φώς οίκεϊ άπρόσιτον” (Α' Τιμ. C 16) “καί ούδείς αύτώ προσελθεΐν δύναται διά τήν άγαν (ύπερβολική) λαμπρότητα”, όμως πρός τήν τεθεωμένην άνθρωπίνην φύσιν αύτού ένούμεθα οί πάντες συναποτελούντες τό σώμα αύτού, “το πλήρωμα τοΰ τά πάντα έν πάσι πληρουμένου” (Έφεσ. ά 23). Διότι ό Θεός έδωκε τόν Χριστόν “κεφαλήν ύπέρ πάντα τή Εκκλησία” (Έφεσ. α 22), “κεφαλήν ύψηλήν καί ύπέρ πάντα ούσαν, ύπέρ άγγέλους, ύπέρ άρχαγγέλους”». Έφ’ όσον λοιπόν τό σώμα είναι συμπλήρωμα τής κεφαλής, τοϋ δέ Χριστού, δηλαδή τής κεφαλής, ό όποιος πληροί τά πάντα σέ όλες τίς άνάγκες τους, συμπλήρωμα είναι ή Εκκλησία, συμπεραίνει ό θείος Χρυσόστομος: Μέ όλους λοιπόν συμπληρώνεται τό σώμα του. Τότε συμπληρώνεται ή κεφαλή, τότε γίνεται τέλειο τό σώμα, όταν όλοι μαζί είμαστε συνηνωμένοι καί συνδεδεμένοι
Χάρη στό ένδυμα τής πνευματικής άφθαρσίας πού θά μάς χαρίσει κατά τόν μέλλοντα αιώνα ό Κύριός μας, ό όποιος έπάτησε τόν θάνατο, άναστήθηκε καί άναλήφθηκε «έν σώματι» στούς ούρανούς,γινό μαστέ καί μεΐς πλέον άφθαρτοι καί αιώνιοι. Βέβαια ή άφθαρσία «άποτελεΐ ιδιότητα τής πνευματικής καί άναλλοιώτου ουσίας τοϋ Θεοϋ» (βλ. Ά Τιμ. ά 17), «εις αύτήν (όμως) είσερχόμενον (κατά χάριν) τύ δημιούργημα θεοποιείται». Επομένως «ή έν Χριστώ θέωσις τής φύσεως (τοϋ άνθρώπου) νοείται πάντοτε ώς άφθαρσία αύτής, ώς λελαμπρυσμένη καί μακαρία είσοδος εις τόν άφθαρτον αιώνα τοϋ Θεοϋ. (Καί) τήν είσοδον τής κτίσεως εις τούς άφθάρτους κόλπους τοϋ ούρανοΰ έπέτυχεν ό Σωτήρ δι’ όλου μέν τοϋ έπί γής λυτρωτικού έργου του, κατ’ εξοχήν όμως διά τής έκ νεκρών ζωηφόρου Άναστά-σεώς του»12. Τοϋτο άκριβώς ψάλλουμε καί κατά τήν ήμέρα τής Άναστάσεως μέ τόν ύμνο: ’Εκείνος ό όποιος ώς παντοδύναμος Θεός έγλύτωσε καί έφύλαξε άβλαβείς τούς τρεις εύσεβεϊς Παίδας άπό τήν φλόγα τής καμίνου, άφοϋ έγινε άνθρωπος όμοιος μέ μάς άλλά χωρίς άμαρτία, πάσχει ώς θνητός παθήματα καί ύπομένει σταυρικό θάνατο. Όμως μέ τά σεπτά αύτά Πάθη του, τά όποια διαδέχθηκε ή λαμπροφόρος Ανάστασή του, ένδύει τόν άνθρωπο μέ τά λαμπρά ενδύματα τής πνευματικής άφθαρσίας καί άνακαινίσεως· τοΰ χαρίζει τήν ώραιότητα τής άφθαρσίας καί άθανασίας
Άλλά ή μεγάλη αύτή καί μυστηριώδης άλήθεια' θά γίνει κατανοητή στή συνέχεια (έν μέρει βέβαια, έφ’ όσον ζοϋμε άκόμη στόν παρόντα αιώνα), καθώς θά περιγράφουμε τή μακαριότητα καί τήν άληκτη εύδαιμονία τών δικαίων στόν παμπόθητο Παράδεισο.
Η μακαριότης των δικαίων
Τά άγαθά πού θά έκχύνονται αιώνια κατά τή μέλλουσα βασιλεία άπύ τόν Νυμφίον Χριστόν, τόν ώραΐο κατά τό κάλλος τού προσώπου καί τού όλου σώματος περισσότερο άπό όλους «τούς υιούς τών άνθρώπων» (Ψαλ. μδ' [44]
3), πρός τήν Νύμφη του, τήν Εκκλησία, δέν μπορούμε ούτε νά τά περιγράφουμε ούτε νά τά έννοήσουμε, ούτε κάν νά τά συλλάβουμε. Τόν πνευματικό έκεΐνον πλούτο καί θησαυρό καί τήν έκπαγλη ωραιότητα πού θά άπολαμβάνουν οί ψυχές τών δικαίων, οί όποιες θά αύλίζονται στά ούράνια σκηνώματα, δέν μπορούμε ούδέ κάν νά φαντασθοϋμε. Γι’ αύτό, όπως άναφέρει ό όσιος Νικόδημος ό Αγιορείτης, ένας σοφός καί εύλαβής διδάσκαλος συνήθιζε πάντοτε νά λέγει αύτό τό άξιομνημόνευτο άπόφθεγμα: «Παράδεισε, ήμεϊς ήμπορούμεν νά σέ άπολαύσωμεν, μά δέν ήμποροϋμεν νά σέ καταλά-βωμεν»1. Ό θείος Παύλος γράφει ότι όσα έτοίμασε ό Θεός γιά κείνους πού τόν άγαπούν, άνθρώπινος οφθαλμός ούδέποτε είδε, άνθρώπινο αύτί ούδέποτε άκουσε καί άνθρώπινος νοΰς ούδέποτε φαντά-σθηκε (Α' Κορ. β' 9). Μέ τή βοήθεια όμως τών Άγίων Γραφών καί τήν άσφαλή χειραγωγία τού χορού τών θεοφωτίστων Πατέρων μπορούμε νά πούμε τά άκύλουθα:
Ό ιερός Χρυσόστομος, έρμηνεύοντας τόν λόγο τού θεοπνεύστου Παύλου «δσοι είς Χριστόν έβαπτίσθητε, Χριστόν ένεδύσασθε» (Γαλ. γ' 27), παρατηρεί: Ό Άπόστολος δέν είπε «όσοι είς Χριστόν έβαπτίσθητε, έκ Θεού έγεννήθητε». Διότι, έφ’ όσον σύ έχεις φορέσει τόν Χριστόν ώς φόρεμα έχοντας μέσα σου τόν Υιόν, καί άφού άφομοιώ-θηκες πρός αύτόν, έφθασες «είς μίαν συγγένειαν καί μίαν ιδέαν» (εικόνα). Στόν άλλο δέ άποστολικό λόγο «πάντες ύμεις εις έστε έν Χριστώ Ιησού» (Γαλ. γ' 28) παρατηρεί: Γι’ αύτό μάς λέγει ότι «μίαν μορφήν, ένα τύπον έχετε πάντες, τόν τού Χριστού (...) ό Έλλην καί ό Ιουδαίος καί ό πρώην δούλος, ούκ άγγέλου ούδέ άρχαγγέλου, άλλ’ αύτού τοϋ πάντων Δεσπότου τήν μορφήν έχων περιέρχεται» καί έμφανίζει στόν εαυτό του τόν Χριστόν. Επομένως ό ώραΐος ύμνος «Όσοι είς Χριστόν έβαπτίσθητε, Χριστόν ένεδύσασθε· Αλληλούια», τόν όποιο ψάλλουμε πανηγυρικά κατά τό Μυστήριο τοϋ άγιου Βαπτίσματος καί κατά τίς Δεσποτικές έορτές άντί τοϋ Τρισάγιου "Υμνου, είναι κάτι τό όποιο θά ζοϋν σέ όλο τό πλήρωμά τους οί άγιοι στή βασιλεία τοϋ Θεού. Τό άπερίγραπτο αύτό χαρμόσυνο βίωμα συμπεριλαμβάνεται σ’ αύτύ τό όποιο ονομάζουμε θέωση τού άνθρώπου.
Ό εύαγγελιστής Ιωάννης μάς πληροφορεί: Δέν μάς φανερώθηκε άκόμη τί θά είμαστε στό μέλλον. Γνωρίζουμε όμως ότι, όταν πλέον φανερωθεί ό Χριστός, θά γίνουμε όμοιοι του κατά τή δόξα, διότι θά τόν ίδούμε όπως είναι, στην κατάσταση τής θείας δόξης,ή όποία θά καθρεπτισθεΐ καί θά λάμψει καί σέ μάς σάν σέ άλλους πνευματικούς καθρέπτες (Α' Ίω. γ' 2). Βεβαίως ό πιστός, στήν πνευματική του έμπειρία καί τήν κοινωνία του στά θεία Μυστήρια, ζει άπό τώρα μερικώς καί άτελώςτό μυστήριο τής μελλούσης ζωής (βλ. Α' Κορ. ιγ' [13] 9). Τό τί όμως θά γίνουμε τότε καί πώς θά βλέπουμε καί θά άπολαμβάνουμε «τήν δόξαν» τού Χριστού (Α' Ίω. γ' 2- Ίω. ιζ' [17] 24) θά μάς άποκαλυφθεΐ πλήρως εκεί. Ή άποκάλυψη έκείνη, τήν όποία θά ζούμε πλέον καθαρά καί έναργώς, θά συνιστά μέρος τής άπερίγραπτης μακαριύτητος τής θείας βασιλείας. Τό ότι θά βλέπουμε φανερά καί καθαρά πάντοτε κατ’ εύθεΐαν, πρόσωπο πρός πρόσωπο, τό άπαστράπτον πρόσωπο τού Χριστού (βλ. Α' Κορ. ιγ' [13] 12· Άποκ. κβ' [22] 4) (όχι βέβαια κατά τήν ούσία του, άλλά κατά τίς άκτιστες ένέργειές του), τύ ότι οί δίκαιοι, έξομοιού-μενοι πρός τόν Θεόν κατά χάρη, θά λάμψουν «ώς ό ήλιος έν τή βασιλεία τού πατρός αύτών» (Ματθ. ιγ' [13] 43), αύτό θά άποτελει άφάνταστη εύτυχία καί άνεκλάλητη δόξα. Αύτύ όμως δέν σημαίνει ότι ή λάμψη τους θά είναι μόνο τόση, όση καί τού ήλίου. Ή εικόνα χρησιμοποιήθηκε, διότι οί άνθρωποι δέν γνωρίζουμε κανένα άλλο άστρο φωτεινότερο καί λαμπρότερο άπό τόν ήλιο3.
Έκεΐ οί πιστοί θά βρεθούν μαζί μέ όσα μένουν αιώνια καί άσάλευτα καί θά είναι «φώτα μικρά», τά όποια θά χορεύουν γύρω άπύ τό μέγα φώς4. «Έκεΐ βασιλεύει ή Τριάς καί τό σύγκρατον (τό συγκε-ρασμένο, τό σύμμικτο) τής θεότητος σέλας (φώς, λάμψη), ή τριαδική δηλονότι φωτοχυσία καί λαμπρότης»5. Ή Γοργονία, ή όποία έζησε όσία ζωή όσο λίγοι, φέρεται μετά θάνατον νά προσεδρεύει πλησίον τού Τριαδικού Θεού στή βασιλεία τών ούρανών, όπου, κατά τόν άδελφό της άγιο Γρηγόριο τύν Θεολόγο, ύπάρχει ό άλαλαγμός έκείνων πού εορτάζουν, ό χορός τών άγγέλων, ή τάξη τού ούρανού, ή θεωρία τής δόξης, άλλά καί τό καθαρότερο καί τελειότερο άστραποβόλημα τής ύψηλοτάτης Τριάδος (...) πού άκτινοβολεΐ στίς ψυχές μας μέ όλο τό φώς τής θεότητος. Ό αδελφός τού ίδιου Πατρός, ό Καισάριος, ζεΐ αιωνίως πλησίον τού Θεού λαμπρός, ένδοξος, ύψηλός. ’Άλλοτε πάλι ό θείος Γρηγόριος, άποτεινόμενος πρός τόν πατέρα του πού κοιμήθηκε, άναφωνεΐ: Γνώρισέ μας σέ ποιό βαθμό τής δόξης βρίσκεσαι καί τό φώς πού σέ περικυκλώνει
Οί δίκαιοι,παρατηρεί ό άγιος Γρηγόριος ό Παλαμάς, θά λαμπρυνθούν άπύ τό θείο φώς στή βασιλεία τών ούρανών, «καί ώς γεννήματα τοϋ φωτός αύτοϋ θά άξιωθούν νά ϊδουν τήν θείαν λαμπρότητα τού Χριστού». 'Ώστε λοιπόν γιά τόν μέγα ιεράρχη τής Θεσσαλονίκης ή θεωρία τού Θεού «πρόσωπον πρός πρόσωπον» «δέν σημαίνει θέαν τής ούσίας τοϋ Θεού, άλλά τής λαμπρότητος αύτοϋ». Ή θεία αύτή λαμπρότης, ή όποία «μετεδόθη πλήρως εις τήν άνθρωπίνην φύσιν, ή όποία ήνώθη μετά τού Λόγου τοϋ Θεοϋ, καθίσταται μεθεκτή καί θεατή έν Πνεύματι Άγίω ύπό τών άνθρώπων». Γιά τή δόξα αύτή έπροφήτευσε καί ό προφήτης Δανιήλ. Άφού μάς μίλησε περί τής άναστάσεως τών νεκρών, έπρόσθεσε: Καί οί κατά Θεόν σοφοί, οί πιστοί, όσοι έζησαν σύμφωνα μέ τό θέλημα τοϋ Θεοϋ, θά δοξασθούν καί θά λάμψουν μέ λαμπρότητα όμοια μέ τή λαμπρότητα τοϋ ούρανίου στερεώματος, καί πολλοί άπό τούς δικαίους θά λάμψουν σάν τούς άστέρες εις τούς αιώνας τών αιώνων (Δαν. ιβ' [12] 3).
Γιά τήν έκλάμπρυνση αύτή τών δικαίων στήν άνέσπερη βασιλεία τού Τριαδικού Θεοϋ γράφει ό Συμεών ό νέος Θεολόγος: «Όταν άνοιχθούν τά βιβλία τής συνειδήσεως τών Άγίων, τότε θέλει λάμψει ό Χριστός, καί Θεός ήμών όποϋ είναι τώρα έγκάτοικος, καί κρυμμένος είς αύτούς, καθώς έλαμψε πρό τών αιώνων έκ τού Πατρός, καί οί Άγιοι θέλει γενούν όμοιοι μέ τόν ύψιστον Θεόν. Άπό πού είναι τούτο φανερόν; ακούσατε αύτόν τόν Σωτήρα Χριστόν όπού τό λέγει: “Τότε έκλάμψουσιν οί δίκαιοι ώς ό ήλιος”. Καί ποιον άλλον καιρόν λέγει, πάρεξ τόν καιρόν τής Δευτέρας του Παρουσίας, ώς προείπαμεν; Καί ποιον άλλον ήλιον, πάρεξ τόν εαυτόν του, ό όποιος ονομάζεται ήλιος δικαιοσύνης, καί άνατέλλει, καί λάμπει είς μοναχούς (μόνο) τούς Άγιους; Καί τούτο τό λέγει φανερώτερα ό έπιστήθιος ’Ιωάννης: “’Αδελφοί, νύν τέκνα Θεοΰ έσμεν, καί οϋπω έφανερώθη τί έσόμεθα. Οϊδαμεν δέ, ότι έάν φανερωθή, όμοιοι αύτώ έσόμεθα ” »
Ό άγιος Νικόδημος συμβουλεύει τόν πιστό, έάν θέλει νά μήν άμαρτήσει, νά ενθυμείται καί νά εντυπώσει στή διάνοιά του «όλα έκεϊνα τά αιώνια καί άνεκλάλητα άγαθά (...) τήν τρυφήν (άπόλαυση) εκείνην τήν γλυκυτάτην τού Παραδείσου, τήν άρρητον δύξαν τού ούρανού,τήν παντοτινήν χαράν,τό άνέσπερον καί άβασίλευτον φώς, τήν μακαρίαν θεωρίαν καί γνώσιν τού Θεού,ήτις είναι τό άκρον άντι-κείμενον καί ή κυρίως άπόλαυσις όλων τών μακαρίων (...). Έκεΐ ή χαρά είναι μοναχή χαρά, χωρίς λύπην- έκεΐ ή ζωή, είναι μοναχή ζωή, χωρίς θάνατον έκεΐ τό φώς είναι χωρίς σκότος (...) έκεΐ είναι όλα τά άγαθά, καί μόνον άγαθά, χωρίς κανένα κακόν»'
Άμυδρή γεύση τής μακαριύτητος εκείνης μπορούμε νά λάβουμε, όταν θυμηθούμε τά άγια σκιρτήματα πού δοκίμασαν οί τρεις ιεροί Απόστολοι, οί όποιοι παρευρέθησαν στήν άγία Μεταμόρφωση τού ήλιύμορφου Σωτήρος. Ώς γνωστόν κατά τή θεία Μεταμόρφωσή του ό Κύριος έδειξε στούς Μαθητάς του έλάχιστο μύνο φώς τής θεότη-τός του- τούς φανέρωσε μόνο κάποιους άμυδρούς χαρακτήρες τής θεϊκής λαμπρότητος. Τόσο δέ πολύ εντυπωσιάσθηκαν καί συγκλονίσθηκαν οί τρεις αύτόπτες ιεροί Απόστολοι άπό τή θέα τού άκτιστου φωτός τής Μεταμορφώσεως, ώστε ό Πέτρος, έξ ονόματος καί τών άλλων δύο, είπε στόν Κύριον: Καλό είναι νά μείνουμε έδώ! (Ματθ. ιζ' [17] 4). Καί παρατηρεί ή χρυσή γλώσσα: Έάν ό Πέτρος, όταν είδε άμυδρή μόνον εικόνα τών μελλόντων, «πάντα έξαίφνης έρριψεν άπό τής ψυχής» γιά τήν άνεκλάλητη ήδονή πού πλημμύρισε τήν ψυχή άπό τή θέα έκείνη, τί θά μπορούσε νά πεϊ κανείς, όταν πλέον θά παρου-σιασθεΐ ένώπιον μας ολόκληρη ή άλήθεια- όταν θά άνοίξουν τά βασίλεια- όταν ό άνθρωπος θά βλέπει αύτόν τούτον τόν βασιλέα όχι σάν σέ μετάλλινο καθρέπτη, θαμπά καί τόσο άτελώς, ώστε νά μάς μένουν πολλά αινίγματα πού νά μήν μπορούμε νά τά εξηγήσουμε, άλλά φανερά καί καθαρά, διότι θά δούμε κατ’ εύθεΐαν, «πρόσωπον πρός πρόσωπον»" ! Έκείνη ή θέα τοϋ ώραιότατου καί κοσμοπόθητου προσώπου τοϋ Χριστού θά «τρέφη» αιώνια καί θά εύφραίνει μόνιμα τούς δικαίους. Ή θέα όμως αύτή τού παμπόθητου καί μυριοπόθητου Χριστού θά τούς εύφραίνει άκόμη περισσότερο, διότι, όπως γράφει ό θειος Παύλος, όλοι έμεΐς άπό τήν παρούσα ζωή (κατ’ εξοχήν όμως στή μέλλουσα) μέ ξέσκεπο τό πρόσωπο τού έσωτερικού μας άνθρώπου δεχόμαστε ώς άλλοι πνευματικοί καθρέπτες καί άντανακλούμε τή δόξα τού Κυρίου. ’Έτσι μεταμορφωνόμαστε καί λαμβάνουμε τήν ϊδια ένδοξη εικόνα τού Κυρίου- καί προοδεύουμε άπό ένα βαθμό δόξης σέ άλλον άνώτερο (Β' Κορ. γ' 18).
Έκεί «τά σώματα τών Άγίων θά γίνουν όμοια πρός τό ένδοξον Σώμα τοΰ Κυρίου, ώς ένεφανίσθη τούτο εις τούς Αποστόλους τήν ήμέραν τής Μεταμορφώσεως». Έκεϊ «θά βλέπωμεν τόν Κύριον καί θά γεμίζωμεν άπό τήν πιό μεγάλην, τήν πιό άγίαν καί άγνήν ήδονή ν γύρω μας θά λάμπη ή φωτεινοτάτη έκείνη μαρμαρυγή (άκτινοβολία), πού κατηύγασε τούς άγιους Αποστόλους κατά τήν θειοτάτην Μετα-μόρφωσιν τού Χριστού. Δέν θά περιορισθή όμως ή βασιλεία Του εις τήν ορατήν Του θεοφάνειαν. Μέ τήν διάνοιαν έντελώς άπηλλαγμένην άπό κάθε τι τό ύλικόν καί κάθε πάθος, θά άποκτώμεν μέθεξιν (κοινωνία, μετοχή) τής ύψηλοτέρας, νοητής, φωτοδοσίας Του- θά άποκτώμεν μέθεξιν “τής ύπέρ νούν ένώσεως”- αύτό θά επιτυγχάνεται, όταν κατά τρόπον πού είναι άδύνατον νά τόν κατανοήσωμεν (“άγνώστοις”), θά βλέπωμεν, χάρις εις τήν ύπέρφωτον φωτοχυσίαν Της, τήν ύπέρ νούν ένωσιν (τήν Άγίαν Τριάδα), πράγμα πού θά μας κάνη μακαρίους καί θά μάς άναδεικνύη κατά τρόπον θειότερον ίσοστασίους (μιμητάς) τών ύπερουρανίων νόων (άγγέλων). Πράγματι. Τότε θά ειμεθα ίσάγγελοι καί υίοί Θεοϋ, τής άναστάσεώς υιοί όντες». Ό άγιος Συμεών ό νέος Θεολόγος στοχάζεται μέ τήν όσια ψυχή του τήν «ύπεράπειρον ύπερβολήν τής ύπερβολικής δόξης» τών δοξαζομένων άγίων στόν μέλλοντα αιώνα καί παρατηρεί: «Ό ίδιος ό Χριστός έχει νά βλέπεται άπό όλους, καί νά βλέπη καί αύτός όλας τάς άναριθμήτους μυριάδας, καί νά κοιτάζη άμετασαλεύτως όλους πάντοτε, καί κάθε ένας άπό αύτούς νά τοϋ φαίνεται, πώς έκεΐνον κοιτάζει, καί άπολαμβάνει τήν συνομιλίαν του, καί τόν καταφιλεΐ, διά νά μή λυπηθή κανένας άπό αύτούς πώς ό Χριστός τόν έπαράβλεψε, καί τόν έκαταφρόνησε (...). Ό ίδιος Χριστός έχει νά είναι καί στέφανος όπού νά στεφανώνη όλων τών άγίων τάς κεφαλάς· καί χωρίς νά τραπή, καί νά γένη άλλοιώτικος έχει νά δείχνεται άλλος διαφορετικός είς τόν ένα, καί άλλος είς τόν άλλον καί νά διαιρή τόν έαυτόν του είς κάθε ένα καθώς τού πρέπει, καί καθώς είναι ό καθένας άξιος»
Κατά τόν άγιο Νικόδημο τόν Αγιορείτη, στή μακαριότητα τού Παραδείσου «οί οφθαλμοί μας έχουν νά βλέπουν παντοτινά τό φώς καί τήν δόξαν τής Τρισηλίου Θεότητος· “ χορτασθήσομαι έν τώ όφθήναί μοι τήν δόξαν σου” (Ψαλ. iC [16] 15)· τά αύτιά μας έχουν νά άκούουν αιωνίως τάς γλυκυτάτας ψαλμωδίας τών Άγγέλων καί τών Άγίων- τό στόμα καί ή γλώσσα μας έχουν νά δοξολογούν διαπαντός τόν Θεόν- “μακάριοι οί κατοικούντες έν τώ οϊκω σου, εις τούς αιώνας τών αιώνων αίνέσουσί σε” (Ψαλ. πγ' [83] 5)· αί χεΐρες μας έχουν νά ύψώνωνται πάντοτε είς τόν Θεόν, καί οί πόδες μας μέλλουν νά πατούν έπάνω είς τάς χρυσάς πεδιάδας τής άνω 'Ιερουσαλήμ· καί άπλώς όλα μας τά μέλη έχουν νά δοξασθούν αιωνίως»
Η άληκτη χαρά του Παραδείσου
Ο Θεάνθρωπος Κύριος στήν άρχιερατική του προσευχή μάς άπεκάλυψε καί τί είναι «αιώνιος ζωή». Είπε δτι «αιώνιος ζωή» είναι τό νά προάγονται συνεχώς οί πιστοί στή γνώση Αύτού,τού μύνου άληθινού Θεού, καί τού Ιησού Χριστού, τόν όποιο άπέστειλε στύν κόσμο, διά τής ζώσης έπικοινωνίας μέ τόν Θεόν Πατέρα καί διά τής άπολαύσεως τών άπειρων τελειοτήτων του (Ίω. ιζ' [17] 3- πρβλ. καί Ίω. ιδ' [14] 8-9· Ματθ. ια' [11] 27). Ή μακαρία έκείνη ζωή δέν θά τελειώνει ποτέ, καί ταυτόχρονα οί δίκαιοι θά τήν ζούν μέσα στύ αιώνιο φώς τής θείας δόξης.
Ό άγιος Γρηγόριος ό Ναζιανζηνός θεολογεί: Τούς δικαίους, οί όποιοι έπραξαν τά άγαθά καί θά άναστηθοϋν γιά νά άπολαύσουν ζωή αιώνια (Ίω. z 29), θά ύποδεχθει μετά τήν καθολική κρίση τύ άρρητο φώς καί «ή θεωρία τής άγίας καί βασιλικής Τριάδος», ή όποία φωτίζει περισσύτερο λαμπρά καί καθαρά καί διαποτίζει όλο τόν νού έκείνων πού έχουν ένσωματωθεΐ στύν Κύριον Ίησούν. Αύτή δέ τήν «έλλαμψιν» καί «θεωρίαν» τής Άγίας Τριάδος καί τήν «γνώσιν Θεού» θεωρώ, λέγει ό θεολόγος Γρηγόριος, ώς τήν μόνη κατ’ έξοχήν «βασιλείαν (τών) ούρανών». Ό δέ Μ. Βασίλειος, έμβαθύνο-ντας στύν λόγο τού Κυρίου «μακάριοι οί καθαροί τή καρδία, δτι αύτοί τόν Θεόν όψονται» (Ματθ. ζ 8), γράφει: Ή βασιλεία τών ούρανών είναι ή άληθής κατανόηση τών όντων, τήν όποία οί θείες Γραφές «όνομάζουσι καί μακαριότητα». Καί προσθέτει ότι ή βασιλεία τών ούρανών θά είναι πνευματική θεωρία (θέα)· «θεωρία άν εϊη ή βασιλεία τών ούρανών»  Ό άγιος Ιωάννης ό Δαμασκηνός παρατηρεί ότι μετά τήν καθολική κρίση οί δίκαιοι «έκλάμψουσιν ως ό ήλιος σύν άγγέλοις είς ζωήν αιώνιον σόν τώ Κυρίω ήμών Ίησού Χριστώ», καθώς θά βλέπουν Αύτόν πάντοτε καί θά βλέπονται άπό Αύτόν καί θά τρυγούν άπό Αύτόν τήν άτελείωτη εύφροσύνη, «αίνούντες αύτόν σύν Πατρί καί άγίω Πνεύματι είς τούς άπειρους αιώνας τών αιώνων»
Δέν είναι δύσκολο νά άντιληφθούμε ότι ή θέα, ή γνώση καί ή πνευματική θεωρία τού άρρήτου κάλλους τού θείου Προσώπου θά προξενούν στούς δικαίους άπερίγραπτη εύφροσύνη. Αρκεί νά λάβουμε ύπ’ όψη ότι «ό Θεός είναι ή άπειρος τελειότης, ό άτέρμων ώκεανός πάσης ώραιότητος, παντός κάλλους, πάσης άρμονίας, πάσης σοφίας καί άγαθότητος». Καθώς μάλιστα ό θεοσύλλεκτος χορός τών δικαίων θά έμβαθύνει «όλονέν καί περισσότερον είς τόν ώκεα-νόν τής άπειρου τελειότητος τού Θεού», θά περιπίπτει αιωνίως άπό θαυμασμού είς θαυμασμόν. Διότι οί δίκαιοι θά άντικρύζουν πάντοτε καί νέες άρμονίες καταπληκτικές, θελκτικές, οί όποιες θά έξάπτουν τήν άφοσίωσή τους πρός τόν «μόνον όντως όντα Θεόν» (αύτόν πού είναι ό μόνος πραγματικός Θεός) καί ό όποιος είναι τό «όντως έφε-τόν» (τό καθ’ αύτό έπιθυμητό). Τούτο θά τούς δημιουργεί μακαρία έκσταση, ή όποία θά μετατρέπεται σέ άκατάπαυστο ύμνο δοξολογίας πρός τά μεγαλεία τής όμοουσίου καί ζωοποιού καί βασιλικοτά-της Τριάδος. Γι’ αύτό οί άγιοι άγγελοι ψάλλουν άκατάπαυστα τόν Τρισάγιον 'Ύμνον (βλ. Ήσ. ζ" 3), χωρίς αύτό νά τούς καταπονεί ή νά τούς δημιουργεί κορεσμό. Διότι ό Τρισάγιος 'Ύμνος είναι «εκστατική άναφώνησις» μπροστά στίς διαρκώς άνανεούμενες άποκαλύψεις «τής έκπάγλου ώραιότητος καί καλλονής καί άπειρου τελειότητος τού Θεού»
Παρόμοια άγγελικά σκιρτήματα, τά όποια θά άνανεώνονται συνεχώς καί θά εκφράζονται μέ άκατάπαυστο ούράνιο, έναρμόνιο μέλος, θά δοκιμάσουν καί οί ψυχές τών δικαίων στή βασιλεία τού Τριαδικού Θεού. Άλλωστε τήν κατάσταση αύτή έμακάρισε καί ό Ψαλμωδός, όταν έγραψε· «μακάριοι οί κατοικοΰντες έν τώ οΐκω σου. είς τούς αιώνας τών αιώνων αίνέσουσίσε» (Ψαλ. πγ' [83] 5). Διότι, δπως παρατηρεί ό ιερός Αύγουστίνος, «όλα τά μέλη, όλα τά όργανα τού σώματός μας,τά όποία βλέπομεν» τώρα νά έκτελούν έξ άνάγκης διάφορες λειτουργίες, άφοΰ γίνουν άφθαρτα καί άπαλλαγοϋν άπό τους νόμους τής άνάγκης αύτής, «θά άναπέμπουν πλέον ύμνους πρός τόν Θεόν»
Έπί πλέον ή γνώση τοϋ Θεοϋ, ή όποία διαρκώς θά αυξάνεται, ή συνεχής έκσταση καί ό άτελείωτος καί άχόρταστος θαυμασμός τών δικαίων πρός τόν Νυμφίον, «τόν ώραϊον χάλλει παρά τούς υιούς τών άνθρώπων» (Ψαλ. μδ' [44] 3), θά αύξάνει καί τήν άγάπη τους πρός Αύτόν. Όσο περισσότερο τόν γνωρίζουν, τόσο καί θερμότερα θά τόν άγαποϋν, καί όσο θερμότερα θά τόν άγαπούν, τόσο καί γλυκύτερα θά τύν ύμνοΰν. Όπως άκριβώς καί οί άγιοι άγγελοι, οί όποιοι όσο τόν άγαπούν τύσο τύν γνωρίζουν- καί όσο τόν γνωρίζουν τόσο τόν άγαπούν. ’Άλλωστε, όπως γράφει ό άγιος Γρηγόριος Νύσσης, «τοϋτό έστιν όντως τό ίδεϊν τόν Θεόν, τό μηδέποτε τής έπιθυμίας κόρον εύρεϊν»- εκείνος πού βλέπει τόν Θεόν ούδέποτε χορταίνει! Όσο τύν βλέπει τόσο καί περισσότερο αύξάνει ή επιθυμία νά τόν άτενίζει. Δέν θά ύπάρχει ποτέ κανένας «κόρος» (χορτασμός, κορεσμός) άπό τή θέα τού θείου Προσώπου
Έξ άλλου ό πολυπόθητος Κύριός μας θά άποτελεΐ τότε τό κύριο άντικείμενο άγάπης τής καρδιάς μας, ή όποία θά είναι έλεύθερη άπό κάθε πειρασμό άμαρτίας- θά είναι πλήρης παντός άγαθού καί θά άπολαμβάνει τήν άρρητη εύφροσύνη καί άνεκλάλητη γλυκύτητα τών αιωνίων απολαύσεων. Ένώ όμως θά λησμονεί τά σφάλματα καί τίς άθλιότητες τής επίγειας ζωής της, ή λησμοσύνη έκείνη δέν θά είναι τέτοια «ώστε νά μή ένθυμήται τήν λύτρωσίν της καί νά μή δεικνύη τήν εύγνωμοσύνην της πρός τόν Λυτρωτήν». Αύτή ή εύγνωμοσύνη θά πολλαπλασιάζει άκύμη περισσότερο την άφοσίωση τής Εκκλησίας τών πρωτοτόκων, τών «έν ούρανοϊς άπογεγραμμένων», πρός τόν Νυμφίον της. Στόν λαμπρό άλλωστε νυμφώνα τής θείας βασιλείας σπεύδουν «αί νύμφαι Χριστού, αί άγναί παρθένοι ψυχαί», οί όποιες έχουν πάντοτε στούς καθαρούς καί άστραπηβύλους οφθαλμούς τους «σέλας Θεού» (τή λαμπρότητα, τή φεγγοβολή τού Θεοϋ). Οί άγιες ψυχές, άφοϋ έχουν καθαρισθεΐ μέ τή μετάνοια καί όσία ζωή, θά ζήσουν λαμπρές μέ τόν λαμπρό Νυμφίο είς τόν «άγήρω βίον» (στή ζωή που δέν γηράσκει) είς αιώνας αιώνων. Καί στή βασιλεία τοϋ Θεοϋ θά βλέπουν πάντοτε τό «τριαδικόν σέλας»8, «προϊόν είς ενότητα έκφάνσεως καί φωτοχυσίας» Επομένως, ό πανευφρόσυνος καί πανάγιος αύτός δεσμός τού Νυμφίου Χριστού μέ τή Νύμφη ’Εκκλησία «θά παρατείνεται διά μέσου τών αιώνων είς τό διηνεκές άδιάρ-ρηκτος καί άδιατάρακτος, καί ή κοινωνία καί μετάδοσις τών αγαθών καί τοϋ πλούτου τοϋ Νυμφίου πρός τήν Νύμφην» του ’Εκκλησία θά προχωρεί όλονέν αύξανόμενη καί ούδέποτε εξαντλούμενη
Η παμπόθητη ζωή των δικαίων
Η μακαριότητα τού Παραδείσου θά συνίσταται άκόμη καί στήν ενότητα όλων μας κάτω άπό μία κεφαλή, τόν Σωτήρα Χριστόν. Ή άληκτη καί άνέκφραστη εύφροσύνη πού θά δοκιμάζουν οί ψυχές άπό τήν ένωσή τους μέ τόν Χριστόν καί άπό τήν «θεωρίαν τής άγίας καί βασιλικής Τριάδος» θά αύξάνει καί άπό τήν ένότητα πού θά ύπάρχει μεταξύ τών άπειραρίθμων συγκληρονόμων τού Χριστού (βλ. Ρωμ. η' 17). Οί δίκαιοι, εξομοιωμένοι πρός τόν Χριστόν, θά άνευρίσκουν ό καθένας στό πρόσωπο τού άλλου «τούς θελκτικούς χαρακτήρας τού περικαλλούς Νυμφίου». Λόγφ τών θελκτικών αύτών χαρακτήρων, ό κάθε δίκαιος θά έλκύεται άπό τούς άλλους ώς πρόσωπο ποθεινό καί έράσμιο- πρόσωπο άπαλλαγμένο άπό έλαττώματα καί ελλείψεις· πρόσωπο, τό όποιο θά άποπνέει «τό άρωμα καί τήν χάριν άφθάστου ήθικής καλλονής καί άγιότητος». Ή ένότητα αύτή είναι ή πληρότητα καί ή ολοκλήρωση τής ένότητος έκείνης γιά τήν όποία παρεκάλεσε ό Κύριος τόν Θεόν Πατέρα κατά τήν άρχιερατική του προσευχή. Έζήτησε, όλοι όσοι πιστεύουν σ’ Αύτόν νά είναι «έν» διά τής άγάπης καί όμοφροσύνης πού θά επικρατεί μεταξύ τους. Είπε: «Καθώς σύ, πάτερ», είσαι ένωμένος μέ έμενα καί έγώ ένωμένος μαζί σου,διότι έχουμε καί οί δύο τήν ϊδια ούσία καί φύση, έτσι σέ παρακαλώ νά είναι καί αύτοί ένα διά τής κοινωνίας καί ένώσεώς τους μέ μάς (Ίω. ιζ' [17] 21). Έζήτησε δηλαδή νά γίνουμε καί έμεΐς ένα μεταξύ μας ώς πρύς τήν ομόνοια καί τήν ενότητα τού Πνεύματος- νά έχουμε όλοι τάϊδια φρονήματα. Καί όπως ό ϊίός καί Λόγος είναι φυσικώς καί πραγματικώς ένα μέ τόν Θεόν Πατέρα του, έτσι καί έμεΐς πού άνήκουμε στύ ίδιο γένος (διύτι όλοι έχουμε δημιουργηθεΐ άπό τόν ένα Θεόν καί ή φύση τών άνθρώπων είναι μία) γινόμαστε ένα μεταξύ μας κατά τή διάθεση , έχοντας ώς τύπο καί ύπογραμμύ «τήν φυσικήν ενότητα» τού Υίού πρύς τύν Θεόν Πατέρα
Στήν παμπόθητη λοιπόν καί πανευφρόσυνη έκείνη ζωή, τύ τάγμα τών Προφητών, ό ένδοξος χορός τών θεοκηρύκων Αποστόλων, ό άήτ-τητος στρατός τών δαφνοστεφών Μαρτύρων, ή εύλαβής σύναξη τών Όσίων καί 'Ομολογητών καί όλων γενικά τών πιστών θά είναι ένωμέ-νοι καί θά άντιγράφουν τή μυστική καί φυσική ένότητα τής ύπερουσίου Τριάδος. Αύτό προφανώς δέν σημαίνει ότι θά «έξισωθώμεν» πρός Αύτήν, διύτι αύτύ είναι «άδύνατον»· θά εϊμαστε ένωμένοι, όσο αύτύ είναι κατορθωτύ στήν πεπερασμένη άνθρώπινη φύση. Θά ζούμε τή μακαρία ζωή τής άδιαιρέτου Τριάδος, όσο είναι αύτύ δυνατύν σε κτισματα πεπερασμενα .
Έκεί βέβαια «άστήρ άστέρος» θά διαφέρει «έν δόξη» (Α' Κορ. ιε' [15] 41). Οί δίκαιοι θά άπολαμβάνουν άρρητη μακαριύτητα, άνάλογα πρός τή δεκτικότητα τού σκεύους πού είχαν ετοιμάσει μέ τούς θεοφιλείς άγώνες τους έδώ στή γή. Παρά τή διαφορά όμως τής δόξης πού θά ύπάρχει μεταξύ τους, όπως παρατηρεί ό άγιος Γρηγόριος Νύσσης, ό καθένας θά εύφραίνεται, όταν θά άντικρύζει τύ κάλλος τοϋ άλλου, καί θά άντιχαρίζει στύν πλησίον τήν ϊδια εύφροσύνη. Έκεϊ όλοι θά εύφραίνονται καί θά εύφραίνουν. Επίσης, ένώ ό καθένας θά κατέχει διαφορετική θέση άπό τόν άλλον στό ένα Σώμα τοϋ Χριστού, άνάλογα μέ τύ βαθμό τής άρετής πού καλλιέργησε στή γή, ώστόσο ή άγάπη καί ή μεταξύ τους ένότητα θά είναι τέτοια καί τόση, ώστε νά εξισώνει τούς πάντες. Διότι όλα τά μέλη είναι ϊσα ώς πρός τό σώμα, έπειδή καί όλα είναι ένα σώμα. Καί άκόμη, διότι τότε, όταν όλοι θά γίνουν «υιοί φωτός» καί θά λάμψουν «ώς ό ήλιος» (Ματθ. ιγ' [13] 43), θά έπιλάμψει έπάνω σέ όλους «μία καί ή αύτή χάρις». ’Άλλωστε γι’ αύτό καί όσοι έχουν καταγραφεϊ ώς πολίτες τού ούρανού ονομάζονται «πρωτότοκοι» (Έβρ. ιβ' [12] 23). Έφ’ όσον δηλαδή όλοι είναι τέκνα τού ίδιου Πατρός· έφ’ όσον είναι «κληρονόμοι μέν Θεοϋ, συγκληρονόμοι δέ Χριστού» (Ρωμ. η' 17), έχουν κατά συνέπειαν όλοι καί τάϊδια κληρονομικά δικαιώματα.
Τό ότι στόν Παράδεισο θά ύπάρχουν διάφοροι βαθμοί τιμής καί δόξης, τό έβεβαίωσε ό Κύριος, όταν είπε «έν τή οικία τού πατρός μου μοναί πολλαί είσιν» (Ίω. ιδ' [14] 2). Τό έπανέλαβε όμως καί ό άπόστολος Παύλος. ’Έγραψε- «άστήρ άστέρος διαφέρει έν δόξη» (Α' Κορ. ιε' [15] 41). Ό Μ. Βασίλειος μάς διδάσκει ότι τό «μοναίπολλαί» σημαίνει «άξιωμάτων διαφοραί»- όπως δηλαδή τό ένα άστρο διαφέρει άπό τό άλλο ώς πρός τή λαμπρότητα, έτσι συμβαίνει καί στήν άνάσταση τών νεκρών7. Οί διάφοροι βαθμοί τιμής καί δόξης θά ύπάρχουν, διότι ή έξέταση όλων θά είναι άκριβής. Καί άν άκόμη ή ύπεροχή τοϋ ενός άπό τόν άλλον είναι μικρή, άν είναι ελάχιστη, όποιαδήποτε καί άν είναι, ό Θεός θά τό λάβει ύπ’ όψη. Τούτο μπορούμε νά διαπιστώσουμε άπό τά πανάρχαια χρόνια. Ό Λώτ ήταν δίκαιος, όχι όμως τόσο όσο ό Αβραάμ- όμοια καί ό Έζεκίας, όχι όμως τόσο όσο ό Δαβίδ- καί όλοι οί Προφήτες ήσαν δίκαιοι, όχι όμως τόσο όσο ό Πρόδρομος ’Ιωάννης. Συνεπώς όλοι οί δίκαιοι δέν θά άπολαύσουν τά ϊδια, έστω καί άν άκόμη ύπερέχουν λίγο άπό τούς άλλους".
Ό όσιος ’Ισαάκ ό Σύρος παρατηρεί ότι όλοι βεβαίως οί δίκαιοι κατοικούν στόν ένα εύφρόσυνο τόπο τοϋ Παραδείσου «άδιαιρέτως»·. ό καθένας όμως φωτίζεται άπό τόν ένα νοητό Ήλιο σύμφωνα μέ ιην άξία του. Ή διαφορά λοιπόν τών πνευματικών τιμών καί τής δόξης συνίσταται σέ τούτο: Καθένας εύφραίνεται έσωτερικά κατά τή χάρη πού τοϋ δόθηκε, καί κατά τήν τάξη του, καί είναι μία ή έξωτερική θέα όλων καί μία ή χαρά
Μή νομίσει δμως κανείς δτι άπό τή διαφορά αύτή είναι δυνατύν νά ύπάρξει άντιζηλία μεταξύ τών δικαίων. Διότι ένα άπό τά άγαθά τής μακαριότητος τοϋ ούρανού είναι ότι «ούδείς κατώτερος τού άλλου θά φθονή τόν τασσόμενον ύπεράνω εαυτού», όπως άκριβώς καί οί άγιοι «άγγελοι δέν ζηλεύουν ποσώς τούς άρχαγγέλους». Ό κάθε δίκαιος δέν θά ποθεί νά είναι εύτυχέστερος άπ’ ό,τι είναι, δπως άκριβώς τό κάθε μέλος τοϋ σώματος είναι ικανοποιημένο μέ τή θέση πού κατέχει καί τή λειτουργία πού έκτελεΐ. Τό δάκτυλο π.χ. δέν «ποθεί νά είναι οφθαλμός». Διότι καί τά δύο αύτά μέλη «συντελούν εις τήν άρμονικήν ολοκλήρου τού σώματος σύστασιν». ’Άλλωστε, όπως σημειώνει καί ό όσιος ’Ισαάκ ό Σύρος, «μή γένοιτο» νά ύπάρχει τέτοιο πάθος άντιζηλίας ή φθόνου έκεί, όπου «ούκ έστι λύπη, ούδέ στεναγμός».
Στόν Παράδεισο λοιπόν θά είναι ή μακαρία κοινωνία καί ή έν Χριστώ ένωση τών τετελειωμένων δικαίων έκεϊ οί θεοσεβείς κάθε φυλής καί γλώσσης, κάθε τάξεως καί ήλικίας- έκεί «αί ένάρετοι γυναίκες καί καλλιπάρθενοι κόραι»· έκεί οί ήρωες άσκηταί τής έρήμου, άλλά καί οί σεμνοί καί σώωρονες οικογενειάρχες- έκεί τό τίμιον γήρας καί ή φρόνιμη νεότης- έκεί οί έφηβοι καί τά μικρά παιδιά, τά όποία παρά τό άπαλό τής ήλικίας τους έπάλαισαν καί έκέρδισαν τόν στέφανο τής νίκης. Όσοι έσπειραν έδώ δάκρυα μετανοίας, άγιου κόπου, θερμής προσευχής καί ίερής κατανύξεως, θά θερίζουν έκεί αιώνια άγαλλίαση. Έκεϊ ή Παναγία καί όμοούσιος Τριάς, ό ένας Θεός, θά είναι γι’ αύτούς τό πάν (βλ. Α' Κορ. ιε' 115] 28)· θά είναι τό τέλος, ό χορτασμός καί τό πλήρωμα τών μακαρίων έλπίδων καί πόθων τους. Τόν ένα Θεόν θά άγαπούν χωρίς νά χορταίνουν. Διότι ή άγάπη αύτή είναι «ό μέγας μισθός, βασιλεία καί ήδονή, τρυφή καί δόξα, καί τιμή»- αύτή είναι «φώς» καί «ή μυριομακαριότης» (ή άπειρη εύτυχία καί μακαριότητα), τήν όποία ούτε ό λόγος μπορεί νά παραστήσει ούτε ό νους νά εννοήσει. Τόν ένα ύπεράπειρο Θεόν οί θεοσεβείς ψυχές θά δοξάζουν έκεΐ χωρίς νά κουράζονται. Τά έδώ μυστήρια έκεΐ θά άποκαλυφθούν. Οί έδώ άπορίες καί άναζητήσεις έκεΐ θά λάβουν άπαντήσεις. Τά έδώ αινίγματα έκεΐ θά λυθούν. Οί σελίδες τού βιβλίου τού «γεγραμμένου έσωθεν καί έξωθεν» καί σφραγισμένου μέ σφραγίδες έπτά θά άνοίξουν άπό τόν «καθήμενον έπί τοΰ θρόνου», καί τό περιεχόμενύ τους θά γίνει γνωστό στούς πανευτυχείς δικαίους (πρβλ. Άποκ. ε'). Αύτό τό όποιο μάς φαίνεται σήμερα μυστηριώδες, θά φανεί τότε πάνσοφο, πανάγιο, παντέλειο. Αύτό τό όποιο νομίζουμε σήμερα έδώ χωρίς σκοπό, άσυνάρτητο ή άδικο, θά άποκαλυφθεΐ τότε ένώπιόν μας πάγκαλο, παντέλειο, πλήρες φωτός καί δικαιοσύνης. Ή άποκάλυψη αύτή θά είναι άκόμη μία άφορμή άτελείωτης δοξολογίας τού φιλανθρώπου Θεού, ό όποιος έχει οικονομήσει τά πράγματα, παρόντα καί μέλλοντα, κατά πάνσοφο τρόπο. Διότι «αί άνικανοποίητοι έν τώ παρόντι βίω έφέσεις τής άνθρωπίνης ψυχής», πού ποθούσε «τήν άπειρον γνώσιν καί δόξαν, τήν άπεριόριστον εύδαιμονίαν καί τήν άληκτον ζωήν, θά πληρωθώσι πάσαι έκεΐ»
Η ευφρόσυνη συνάντηση 
Η μακαριότητα τής ούράνιας καί παμπόθητης ζωής τού Παραδείσου θά αύξάνει άκόμη περισσότερο, διότι έκεΐ θά  συναντήσουμε καί θά άναγνωρίσουμε τούς συγγενείς καί  φίλους μας, οί όποιοι κοιμήθηκαν έν μετανοία. Τό έρώτη-μα τό όποιο έδώ μάς άφαιρεΐ συχνά τή χαρά καί έπαυξάνει τή θλίψη μας, «άραγε θά δώ καί πάλι τούς προσφιλείς μου; θά συναντήσω και πάλι αύτούς μέ τούς όποιους συνέζησα καί μοιράσθηκα τή χαρά καί τή λύπη, τήν άγωνία καί τή θλίψη;» έκεί θά λάβει τήν άπάντησή του. Έκεί θά πραγματοποιηθεί ή εύφροσύνη συνάντηση, τήν όποία επιθυμεί ή ψυχή μας. Έκεί θά συναντηθούν οί πιστοί σύζυγοι-έκεί θά άνθίσει καί πάλι τό γλυκύ μειδίαμα- έκεϊ θά λάβει χώρα ό στοργικός έναγκαλισμός τής εύσεβούς μητέρας μέ τά θεοφιλή τέκνα της καί άντίστροφα!... Διύτι, κατά τύν άγιο Γρηγόριο Νύσσης, «ή ζωή τής άνω φύσεως άγάπη έστίν»
Γιά τό γεγονός αύτό έχουμε μαρτυρίες στά θεόπνευστα Εύαγγέ-λια. Άπό τήν άγία Μεταμόρφωση τού Σωτήρος πληροφορούμαστε ότι οί τρεις Μαθηταί άνεγνώρισαν ότι έκεΐνοι πού συνομιλούσαν μέ τόν Κύριον ήσαν ό Μωϋσής καί ό Ήλίας (βλ. Λουκ. θ' 30). Άπό τήν παραβολή τού πλουσίου καί τού Λαζάρου μαθαίνουμε ότι ό πλούσιος άνεγνώρισε πέραν τοΰ τάφου καί τόν Αβραάμ καί τόν Αάζαρο (βλ. Λουκ. ιζ' [16] 23). Τήν άλήθεια αύτή έδίδαξε ό Κύριος καί όταν παρηγορούσε τούς Μαθητάς του. Τούς έδωκε «χρηστάς έλπίδας» συναντήσεως, καί τούς έβεβαίωσε ότι θά έλθει καί πάλι κατά τή Δευτέρα καί ένδοξη Παρουσία του γιά νά τούς παραλάβει μαζί του, ώστε νά είναι καί αύτοί έκεϊ όπου θά είναι Αύτύς (Ίω. ιδ' [14] 3). Ό άπόστολος Παύλος έξ άλλου άγάλλεται, διύτι οί Θεσσαλονικεΐς πού έπί-στευαν στό κήρυγμα τοΰ Εύαγγελίου δέν ήταν μόνον τότε ή δόξα, ή χαρά καί ό στέφανος καυχήσεώς του- θά είναι ή χαρά καί ό στέφανός του καί κατά τήν ήμέρα τής Δευτέρας Παρουσίας τοΰ Κυρίου ήμών Ιησού Χριστού (Α' Θεσ. β' 19-20).
Βεβαίως ή άγάπη πού θά μάς συνδέει έκεί θά είναι άγάπη άγία, κρυστάλλινη, άπαλλαγμένη άπό νοσηρούς συναισθηματισμούς. Ή άγάπη έκείνη δέν θά στηρίζεται σέ σαρκικούς συγγενικούς δεσμούς, όπως οί δεσμοί μεταξύ συζύγων ή μεταξύ γονέων καί τέκνων- θά είναι άγάπη άνώτερη, καθαρά πνευματική, άγάπη «έν Κυρίω». Γι’ αύτό τή χαρά πού θά δοκιμάζουμε άπό τήν άγία έκείνη άγάπη δέν θά άμαυρώνει καθόλου τό γεγονός ότι ορισμένοι άπό τούς έδώ γνωστούς καί προσφιλείς μας δέν θά βρίσκονται πιθανώς στόν πάγκαλο Παράδεισο. Διότι στήν παναγία έκείνη ζωή ή σάρκα καί τό αίμα, συγγένειες σαρκικές,γνωριμίες έγκόσμιες καί άλλα παρόμοια δέν θά έχουν καμμία θέση. Τότε νέοι δεσμοί,άκατάλυτοι, αιώνιοι θά συνδέουν όλους μεταξύ τους καί όλους μέ τόν Σωτήρα Χριστόν καί τά άλλα δύο πρύσωπα τής Παναγίας Τριάδος.
Ό άγιος ’Ιωάννης ό Δαμασκηνός συνοψίζει άριστα τή διδασκαλία τής άγίας μας ’Εκκλησίας έπί τού ζητήματος αύτού καί γράφει: ’Άς μή νομίζει κανείς ότι στή φοβερή έκείνη σύναξη δέν θά ύπάρχει άναγνώριση τοϋ ένός άπό τόν άλλον. Ναί- πράγματι καθένας θά άναγνωρίζει τόν πλησίον του όχι άπό τό σχήμα τοϋ σώματος άλλά διά τοϋ διορατικού βλέμματος τής ψυχής. Ή παρατήρηση τοϋ ιερού Πατρός ότι ή άναγνώριση θά γίνει όχι άπό τό σχήμα τού σώματος καί τή μορφή τού προσώπου είναι πολύ χαρακτηριστική, διότι στά σώματα πού θά άναστηθοϋν δέν πρέπει νά άποδίδονται - όπως έγράψαμε ήδη - «κατηγορήματα» (ιδιότητες, ιδιώματα) τά όποια άφοροϋν στά φθαρτά καί γήινα σώματά μας
Ό Ιερός Δαμασκηνός, γιά νά ύποστηρίξει τά όσα άναφέρει, έπικαλεΐται τίς γνώμες Ίωάννου Χρυσοστόμου, Μ. Βασιλείου καί όσίου Έφραίμ. Κατά τόν ιερό Δαμασκηνό, ό άγιος ’Ιωάννης ό Χρυσόστομος λέγει: Έκεΐ δέν θά γνωρίσουμε μόνον τούς έδώ γνωστούς μας, άλλά καί έκείνους τούς όποιους δέν είδαμε ποτέ. Διότι ούδέποτε είδες τόν Αβραάμ ή τόν ’Ισαάκ ή τόν ’Ιακώβ ή τούς «άρχιπάτο-ρας» ή τούς Προφήτες καί Αποστόλους καί Μάρτυρες. Όταν όμως τούς δεις κατά τήν καθολική καί φρικτή έκείνη σύναξη τής Δευτέρας Παρουσίας, θά τούς άναγνωρίσεις καί θά πεις· νά, ό Αβραάμ καί ό ’Ισαάκ καί ό ’Ιακώβ καί οί λοιποί Πατριάρχαι. Νά, ό Πέτρος καί ό Παύλος καί όλοι οί Απόστολοι. Νά, ό θεοπάτωρ Δαβίδ καί όλοι οί Προφήτες. Νά, ό ’Ιωάννης ό Πρόδρομος καί ό πρωτομάρτυς Στέφανος καί τό πλήθος τών Άγίων. Ό Μ. Βασίλειος πάλι, πάντοτε κατά τόν ίερό Δαμασκηνό, μιλώντας πρός τούς πλεονέκτες έλεγε: Τότε, στό παγκόσμιο δικαστήριο, θά σέ περικυκλώσουν όλοι εκείνοι τούς όποιους αδίκησες, καί θά είναι οί κατήγοροί σου. Διότι όπου στρέψεις τό βλέμμα σου θά δεις καθαρά «τών κακών τάς εικόνας». Άπό έδώ τά ορφανά, άπό έκεϊ τίς χήρες- άπό τό άλλο μέρος τούς φτωχούς πού χτύπησες μέ τίς γροθιές σου- τούς ύπηρέτες πού βασάνιζες- τούς γείτονες πού έξύργιζες κλπ. Τέλος ό μακάριος Έφραίμ, ό «άκριβέστατος μύστης τής Δευτέρας τοϋ Χριστού Παρουσίας», διδάσκει, κατά τόν Ιερό Δαμασκηνό: Τότε τέκνα θά καταδικάσουν τούς γονείς τους, διότι οί τελευταίοι δέν έπραξαν έργα όσια καί χρηστά. Συνεπώς θά ύπάρχει έκεί «άναγνωρισμός», διότι τή χαρά αύτή τήν έχει χαρίσει στούς δικαίους. Ένώ οί άμαρτωλοί, κατά τόν Μ. Αθανάσιο (τή γνώμη τού όποιου άναφέρει πάλι ό ίερός Δαμασκηνός), έχουν στερηθεί αύτή τήν παρηγορία- αύτοί δέν θά έχουν τήν ικανότητα νά άναγνωρίζουν έκεί ό ένας τόν άλλον καί έτσι νά λαμβάνουν άπό τόν «άναγνωρισμόν» κάποια παρηγορία
Αναλυτικότερος όμως στό θέμα αύτό είναι ό όσιος Συμεών ό νέος Θεολόγος. Γράφει: «Άνίσως οί Άγιοι γίνωνται όμοιοι μέ τόν Θεόν, καί θέλει γνωρίσουν τόν Θεόν τόσον, όσον έγνώρισεν αύτούς ό Θεός καί άνίσως καθώς γνωρίζει ό Πατήρ τόν Υιόν, καί ό Υιός τόν Πατέρα, έτζι καί οί Άγιοι μέλλουν νά βλέπουν, καί νά γνωρίζουν ένας τόν άλλον. Άλλά καί έκεΐνοι άκόμη όποϋ δέν είδαν ποτέ ένας τόν άλλον σωματικώς εις τούτον τόν κόσμον, έκεί έχουν νά γνωρισθούν». Απευθυνόμενος μάλιστα πρός έκείνους οί όποιοι άμφισβητοϋν τήν άλήθεια αύτή,τούς έλέγχει μέ τά άκόλουθα: «Πώς δέν έντρέπεσθε νά λέγετε, καί νά έρωτάτε, καί νά διδάσκετε έκείνα όπού δέν ήξεύρετε, ώσάν νά έπλουτήσατε τάχα καί αύτήν τήν γνώσιν όπού ύπερβαίνει τήν έδικήν μας δύναμιν, καί ώσάν νά έπροχειρίσθητε διδάσκαλοι άπύ τύν Θεόν; Διατί καθώς δέν είναι δυνατόν ποτέ νά μήν ήξεύρη ό Πατήρ τόν Υιόν, ή ό Υιός τόν Πατέρα, τοιουτοτρόπως καί οί Άγιοι όπού έγιναν θεοί κατά χάριν, μέ τό νά έχουν μέσα εις τόν εαυτόν τους έγκά-τοικον τόν Θεόν, δέν είναι τρόπος ποτέ νά μή γνωρίζουν ένας τόν άλλον τους, άλλά θέλει βλέπουν αιωνίως ό ένας τού άλλου τήν δόξαν, καί τήν δόξαν τήν έδικήν τους, καθώς βλέπει καί ό Υιός τήν δόξαν τού Πατρός, καί ό Πατήρ τοϋ Υίοΰ. Άμή (άλλά) τί λογής θέλει είναι ή δόξα τών Άγίων; Ό ,τι λογής είναι καί ή δόξα τού Υιού τοϋ Θεού. Και τοΰτο ό ίδιος τό έφανέρωσε μέ τό στόμα του λέγων “Έγώ τήν δόξαν, ήν δέδωκάς μοι, δέδωκα αύτοίς, ινα ώσιν έν. καθώς ήμεϊς έν έσμεν" (Ίω. ιζ' [17] 22). Βλέπεις ότι ή δόξα έκείνη όπου έδόθη πρό τών αιώνων άπό τόν Θεόν καί Πατέρα στόν Υιόν, αύτή ή ϊδια έδόθη καί άπό τόν Υίόν στούς Αγίους, καί όλοι είναι είς ένα;».
Μετά άπό αύτόν τόν συλλογισμό ό όσιος Συμεών καταλήγει στό συμπέρασμα: «Τό λοιπόν, έκεΐνοι όπού λέγουν ότι οί Άγιοι δέν βλέπουν, οΰτε γνωρίζουν ένας τόν άλλον, όταν έλθουν είς τήν θεωρίαν τοϋ Θεοϋ, κατά άλήθειαν έν σκότει διαπορεύονται, καί δέν ήλθαν είς μετοχήν Θεού, ούδέ είδαν, ή έγνώρισαν έν άληθεία τόν Θεόν. Άλλά λέγουν, καί βεβαιώνουν έκεϊνα όπού μήτε έγνώρισαν, μήτε καμμίαν φοράν έθεώρησαν. Έπειδή λέγουν, ότι θέλει εύρίσκονται καί τότε οί 'Άγιοι ώσάν είς έκστασιν, καθώς καί έδώ έρχονται καμμίαν φοράν είς έκστασιν θείαν, καί έτζι έχουν νά άλησμονήσουν και τόν έαυτόν τους, καί όλους τούς άλλους όπού εύρίσκονται μαζί τους. Καί φαίνονται άπό τούτο όπού λέγουν, πώς έννοούν κακώς τάς θείας Γραφάς, καί λογιάζουν, ότι ή ιδία άλλοίωσις, καί αρπαγή θέλει γένη τότε είς τούς Αγίους, καθώς γίνεται είς αύτούς καί έδώ. Διότι αύτοί όταν άκούουν ότι ό δείνα 'Άγιος ήλθεν είς θεωρίαν Θεού, καί άρπάχθη ό νοϋς του, καί έκαμε τόσας, καί τόσας ήμέρας, καί νύκτας χωρίς νά ένθυμηθή όλότελα κανένα άπό τά γήινα, άλλά μαζί μέ όλα τά άλλα άλησμόνη-σε καί τό ιδιόν του σώμα, καί έμεινε κολλημένος είς τήν θεωρίαν έκείνην όλος μέ όλην τήν ψυχήν, καί μέ όλας όμοϋ τάς αισθήσεις του. Άκούοντες, λέγω,τούτο λογιάζουν, ότι θέλει γένη ένα παρόμοιον καί είς τήν άλλην ζωήν έν τή βασιλεία τών ούρανών, καί δέν γνωρίζουν τελείως τά θεία καί πνευματικά, καί τά μυστήρια τοϋ άοράτου Θεού τά άόρατα, καί άκατανόητα, καί άγνώριστα είς τούς έσκοτισμένους (...). Τότε δέν θέλει ύστερηθοϋμεν άπό τό νά γνωρίζωμεν, καί νά βλέπωμεν ένας τόν άλλον, άλλά καθώς θέλει άπολαύσομεν τήν λαμπρότητα, καί θεωρίαν τοϋ φωτός περισσότερον, καί καθαρώτε-ρον, έτσι θέλει γνωρίσομεν, καί θεωρήσομεν καί τόν Θεόν, καί άλλή-λους δηλαδή ένας τόν άλλον περισσότερον, καί καθαρώτερον μέ άνέκφραστον άγαλλίασιν, καί χαράν είς αιώνας αιώνων».
Ό όσιος Συμεών κατακλείει τούς λόγους του μέ προσευχή πρός τόν Κύριο καί καλεΐ έκείνους πού συζητούν γύρω άπό τά μεγάλα καί κεφαλαιώδη αύτά θέματα, τά όποια άφορούν στήν αιώνια σωτηρία μας, νά παύσουν νά φιλονικούν ή νά τά συζητούν μέ φιλοπεριέργεια.
Άντ’ αύτοΰ τούς συμβουλεύει νά άγωνισθοΰν νά ζήσουν ζωή άγία,γιά νά έχουν τή χαρά νά γίνουν μέτοχοι τής αιώνιας βασιλείας. Γράφει: «Άλλ’ ώ Κύριε, δύς εις ήμάς τήν θείαν σου χάριν νά σέ γνωρίσωμεν, καί νά σέ φοβούμεθα, καθώς πρέπει, καί νά μένωμεν είς τά Άγιά σου θελήματα. Παρακαλώ σας λοιπόν, άδελφοί, παύσετε άπό τάς τοιαύ-τας συζητήσεις, καί φιλονεικίας, καί σπουδάσετε νά καθαρίσετε τάς ψυχάς σας άπό κάθε μολυσμόν σαρκός καί πνεύματος. Μέ τήν μετάνοιαν, μέ τά δάκρυα, μέ τήν ταπείνωσιν, καί μέ τήν έκπλήρωσιν όλων τών λοιπών έντολών, διά νά άπολαύσετε, καί τά παρόντα, καί τά μέλλοντα άγαθά, μέ άποκάλυψιν καί αισθησιν καί θεωρίαν»
Η Μακαριότης των Δικαίων θα είναι ατελέυτητη
Ενώ τόν Παράδεισο μπορούμε νά τόν κερδίσουμε σέ μία καί μόνη στιγμή ειλικρινούς μετανοίας, όπως ό ληστής έπάνω στό Σταυρό, ή χαρά καί ή εύφροσύνη τού Παραδείσου δέν  θά έχει τέλος! Ό Παράδεισος δέν είναι στόν χρόνο, δέν είναι στό αύριο τό κοντινό ή τό μακρινό· ό Παράδεισος είναι στήν άτελεύτητη αιωνιότητα. Ή μακαριότητα, «τό ύστερον τέλος τών δικαίων», είναι αιώνια, «άληκτος», χωρίς τέλος. Ή πνευματική άνεση καί ή τρυφή πού ύπάρχουν στή βασιλεία τού ούρανού μένουν, έπειδή είναι αιώνιες, πάντοτε άμετάβλητες καί άθάνατες. Δέν είναι δυνατόν νά βρει κανείς τήν άκρη καί τό τέλος της! Ό άγιος Γρηγόριος ό Παλαμάς ύποστηρίζει το «άίδιον» καί αιώνιο τής θείας βασιλείας καί γράφει: Ή βασιλεία τοΰ Θεού πάλι, πώς θά ήταν δυνατό νά νικηθεί άπό κάτι; Διότι μόνη αύτή άπό όλα τά άλλα είναι άβασίλευτη καί άήττητη καί πέρα άπό κάθε χρόνο καί αιώνα. Αύτός είναι άλλωστε καί ό λόγος γιά τόν όποιο ή στρατευομένη Εκκλησία θυμάται καί μνημονεύει πάντοτε τούς κεκοιμημένους. Αύτό καί τούς ύποσχόμαστε, όταν τούς προπέμπουμε κατά τή Νεκρώσιμη Άκολουθία μέ τά λόγια: «Αίωνία σου ή μνήμη, άξιομακάριστε καί αείμνηστε άδελφέ ήμών». Γι’ αύτό καί ή αιώνια ζωή - ή διάσταση τοϋ μέλλοντος αίώνος - δέν μάς «δημιουργεί άγωνίαν, άλλά προσδοκίαν». Τήν περιμένουμε μέ πόθο, μέ νοσταλγία, μέ χαρά. Ό μέλλων αιώνας δέν είναι άπειλή άλλά θρίαμβος καί ολοκλήρωση τών άγίων προσδοκιών καί τών θεοφιλών ελπίδων μας. Όσοι λοιπόν πιστεύουν σέ έπίγειο παράδεισο, πιστεύουν σέ μία ούτοπία. Σ’ έναν πεπλανημένο χιλιασμό. Κατ’ αύτόν τόν τρόπο έχουμε αύτό τό παράδοξο: Ένώ ή βασιλεία τοϋ Θεοϋ μέ τή μετάνοια καί τήν εξομολόγηση είναι κατορθωτή σέ κάθε στιγμή χρόνου, καί έπομένως άρχίζει ήδη άπό τήν παρούσα ζωή, ή αιώνια μακαριότητα θά έπεκτείνεται συνεχώς στούς αιώνας τών αιώνων!...
Έπομένως καί ή εύτυχία τών δίκαιων, όπως άλλωστε καί ή τιμωρία τών άμαρτωλών, θά είναι αιώνια καί άτελεύτητη. Ο'ι δίκαιοι θά άναφωνήσουν τότε τή θριαμβευτική φωνή τού βιβλίου τής Άποκαλύ-ψεως «Αλληλούια», διότι έβασίλευσε Κύριος ό Θεός ό Παντοκράτωρ. ’Άς χαίρουμε καί άς εύφραινόμαστε γεμάτοι άπό άγαλλίαση καί άς δώσουμε τή δόξα σ’ Αύτόν, διότι ήλθε ή ώρα τού Άρνίου, τοϋ ούρα-νίου καί αιωνίου Νυμφίου ’Ιησού Χριστού, καί ή γυναίκα, ή πνευματική Νύμφη Εκκλησία, στολίσθηκε καί έτοιμάσθηκε (...). Μακάριοι είναι οί προσκεκλημένοι στό δείπνο τοϋ γάμου τοϋ Άρνίου, οί όποιοι θά μετέχουν τής αιώνιας χαράς καί μακαριότητος. Καί γιά νά μή μείνει καμμία άμφιβολία περί τής άτελευτήτου έκείνης χαράς, προσθέτει ό άετός τής Πάτμου: Ό άγγελος μού είπε άκύμη: Αύτοί οι λόγοι, οί όποιοι βεβαιώνουν τή μακαριότητα τών πιστών διά τής ένώσεώς τους μέ τόν Χριστόν είναι άληθινοί, είναι λόγοι τού Θεού (Άποκ. ιθ' [19] 6-9).
Ή χριστιανική Εκκλησία έφήρμοσε άπό άρχαιοτάτων χρόνων τήν κατ’ έξοχήν εύφρόσυνη εικόνα τοϋ γάμου στή μυστική σχέση Νυμφίου, τοϋ Κυρίου ’Ιησού Χριστού, μέ τήν κάθε ψυχή. ’Άλλωστε τήν κεντρική ιοέα ολοκλήρου τού βιβλίου τοϋ θεοπνεύστου προφήτου Ώσηέ άποτελούν οί έξής λόγοι τοϋ Θεού: Κατά τή μεγάλη καί εύτυχή έκείνη ήμέρα ό ’Ισραήλ, ό έκλεκτός μου λαός, δηλαδή ή Εκκλησία, ό νέος ’Ισραήλ τής χάριτος, θά μέ ονομάσει- «ό σύζυγός μου». Και τότε, λέγει ό Θεός μέ άγία τρυφερότητα, θά σέ μνηστευθώ διά παντός (Ώσ. β' 18, 21). Αιώνιος λοιπόν καί ακατάλυτος θά είναι ό μυστικός δεσμός τοΰ Τριαδικού Θεού μέ τίς ψυχές τών δικαίων
Τό γεγονός ότι ή Άγία μας Εκκλησία στήν καθημερινή κατανυκτική άκολουθία τού Μεσονυκτικοΰ ψάλλει- «Ιδού ό Νυμφίος έρχεται έν τώ μέσω τής νυκτύς...», «Ιδού ό Νυμφίος σου (...) καί δώη σοι τόν νυμφώνα, τόν θειον τής δόξης αύτοΰ», φανερώνει ότι ή πιστή ψυχή καλείται νά ζεΐ μέ αύτή τήν άγία καί γλυκειά άναμονή. Καί όσο ή ψυχή «άγνεύει, κρατούσα φαεσφόρους (φωτοφόρους) λαμπάδας» πρός υποδοχήν τού Νυμφίου Χριστού,τόσο καί σέ ύψηλότερο έπίπεδο πνευματικής ζωής βρίσκεται. «Ήμεϊς», γράφει ό όσιος Συμεών ό νέος Θεολόγος, «πρέπει νά εύγωμεν άπύ τόν κόσμον καί άπό τό κορμί» τήν ώρα τής έξόδου μας άπό τήν παρούσα ζωή, «ένδεδυμέ-νοι καί στολισμένοι μέ έργα άγαθά, έάν θέλωμεν νά καθίσωμεν είς τόν γάμον τόν βασιλικόν μαζί μέ τούς φίλους τού βασιλέως»- έάν δηλαδή θέλουμε νά συμμετάσχουμε στήν αιώνια βασιλεία τοΰ Χριστού μέ όλο τόν χορό τών Άγίων.
Αδελφέ μου, μετά άπό τά άνωτέρω στοχάσου τούτο: Γιατί μάς δόθηκε ό χρόνος τού βίου; Μάς δόθηκε γιά νά προετοιμασθοΰμε γιά τήν πέραν τού τάφου αιώνια ζωή. Γιά νά έπιτύχουμε έδώ μέ τόν προσωπικό μας άγώνα καί τή χάρη τών άγίων Μυστηρίων τής Εκκλησίας μας τόν άγιασμό τής ψυχής μας, ώστε νά γίνουμε άξιοι τής ούράνιας δόξης καί τής αιώνιας εύτυχίας. Καί ένώ ό χρόνος τής ζωής μας είναι σύντομος - κάποτε είναι πάρα πολύ σύντομος- καί ένώ ό χρόνος αύτός δέν δίδεται έξ ϊσου σέ όλους τούς άνθρώπους, άφοΰ άλλοι φεύγουν νωρίτερα καί άλλοι άργότερα γιά τήν αιωνιότητα, ώστόσο ή καλή έκμετάλλευση τού χρόνου αύτοΰ προσδιορίζει τό αιώνιο μέλλον μας. Κάποτε καί μία μόνο στιγμή, ενα μόνο «μνήσθητί μου, Κύριε, όταν ελθης έν τή βασιλεία σου» (Λουκ. κγ' [23] 42), όπως το είπε ό ληστής μέ συναίσθηση βαθύτατης συντριβής καί θέρμη καρδίας, ή όποία έπίστευσε στόν βασιλέα Χριστόν (έστω καί άν τόν έβλεπε νά κρέμεται στό Σταυρό ώς κακούργος), είναι ικανά νά μάς χαρίσουν τήν αιώνια εύτυχία. Τώρα, γιατί σέ άλλους ό Θεός δίνει μακρά ζωή καί σέ άλλους λίγα μόνο χρόνια ζωής, αύτύ δέν μπορούμε έδώ νά τύ μάθουμε- θά μάς άποκαλυφθεΐ έκεΐ, στή μέλλουσα βασιλεία, τήν όποία όλοι έπιθυμούμε νά κληρονομήσουμε.
Λοιπόν, έάν δέν μάς φοβίζει τό φοβερό κριτήριο, άς μάς συγκινήσει τουλάχιστον ή «άληκτος» χαρά καί ή εύφροσύνη τού παμπόθητου Παραδείσου. Άντί νά φοβόμαστε «τόν κοινόν θάνατον, τόν τού γένους τών άνθρώπων θεριστήν», άς ξυπνήσουμε άπό τόν λήθαργο τής άμαρτίας καί άς φοβηθούμε «τόν όλοθρευτήν τών άνθρώπων», τόν διάβολο καί τήν άμαρτία. Διότι καθ’ αύτό θάνατος δέν είναι αύτός πού χωρίζει προσωρινά τήν ψυχή άπό τό σώμα, άλλ’ αύτός πού χωρίζει αιώνια τήν ψυχή μας άπό τόν Θεόν. Καί είναι φοβερό νά άκουσθεΐ τότε ή χαιρέκακη φωνή τού παγκάκου διαβόλου, ή όποία θά λέγει- «ένίκησα τούς Χριστού στρατιώτας»! ’Άς «μή χαροποιήσωμεν» λοιπόν «τούς άκαθάρτους δαίμονας» μέ τήν άμαρτωλή ζωή μας, άλλ’ άς άγωνισθοϋμε «γενναίως,ινα τούς άκαθάρτους νικήσω-μεν δαίμονας» μέ τή βοήθεια τού Θεανθρώπου Κυρίου μας, μέ τίς πρεσβείες τής Παναχράντου Δεσποίνης Μητέρας του, διά τής προστασίας τών ούρανίων Άγγέλων, τών άοράτων φυλάκων μας, καί μέ τίς εύχές τοϋ ένδοξου χορού τών Άγίων. Έάν έτσι πορευόμαστε-«έάν τόν φόβον (τού Θεού) έχωμεν έν τή καρδία, καί τήν μνήμην τοϋ θανάτου έν τή ψυχή περιφέρωμεν, πάντες οί δαίμονες», οί όποιοι «καθ’ ήμών οπλίζονται» καί παρατάσσονται γιά νά μάς καταβάλουν, θά μάς βροϋν ώς τείχος άπόρθητο, διότι είναι μαζί μας ό Κύριος". Καί τότε θά άκούσουμε τήν μακαρία φωνή: «Δεύτε οί ευλογημένοι τού Πατρός μου, κληρονομήσατε τήν ήτοιμασμένην ύμϊν βασιλείαν άπό καταβολής κόσμου. (...) Καί άπελευσόμεθα... είς ζωήν αιώνιον» (Ματθ. κε' [25] 34,46).
Από το Βιβλίο ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ
ΝΙΚΟΛΑΟΣ Π.ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΗΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου