Πέμπτη 16 Οκτωβρίου 2014

Η Π.Δ ΣΤΙΣ ΠΗΓΕΣ ΤΟΥ DE TRINITATE ΤΟΥ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ (5) TOY WERNER BEIERWALTES.


Η θεωρία του Αυγουστίνου περί του Είναι στην ερμηνεία του «ego Sum qui sum» (Έξοδος 3, 14). «ΕΓΩ ΕΙΜΙ Ο ΩΝ»

8) Ο ΠΟΡΦΥΡΙΟΣ ΚΑΙ Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΣΑΝ ΕΝΑ ΚΑΙ ΕΙΝΑΙ.
       
  Σύμφωνα με τον Πορφύριο, ο Θεός με την αυθεντική σημασία είναι το Ένα και μαζί και το Είναι. (το Είναι μόνον και υπέρ το πάν) : ο Θεός είναι η πληρότης του εαυτού του (πλήρωμα ών αυτός αυτού). Σε σχέση με τον Θεό (όπως το είχε ήδη πεί ο Πλούταρχος) εμείς δεν είμαστε τίποτε. (ημείς ούν το ουδέν προς εκείνον, αυτός δε το μόνον όντως όν. Δεν υπάρχει παραβολή ή σχήσις του Θεού στο όν). Καθότι αληθινό Είναι, ο Θεός είναι απολύτως απέραντος, αμέτρητος.
          Ο Πορφύριος κατανοεί τον Θεό ή το Ένα σαν προούσιον και μαζί επίσης σαν καθαρή ενέργεια που είναι το ίδιο το όν, ακολουθώντας τα "χαλδαϊκά λόγια" (αυτό το ενεργείν καθαρόν, ώστε και αυτό το είναι το πρό του όντος). Ο Θεός δεν είναι λοιπόν ένα όν, αλλά το καθαυτό Είναι το οποίο υπάρχει πρίν από κάθε όν, (Αυτό το είναι) και μαζί, καθότι απόλυτο Είναι (απόλυτον) είναι η καθολική αιτία όλων των όντων. Εάν η Ιδέα είναι το θεμέλιο ή το Είναι ενός συγκεκριμένου όντος, τό Είναι τού Θείου Ενός είναι η ιδέα τού όντος ή του Ενός-που-είναι.
          Όπως ακριβώς σχετικά με το πρόβλημα του Είναι του Θεού έτσι και αναφορικά με το πρόβλημα της σκέψης (της νοήσεως) τού Θεού, ο Πορφύριος διακρίνεται από τον Πλωτίνο και από τον ύστερο νεοπλατωνισμό διότι θεωρεί την ύπαρξη δύο βαθμών ή διαστάσεων σκέψης (τής απολύτου νοήσεως): μία σκέψη η οποία καθότι καθαρή ενόραση, χωρίς διαφορά, δεν μπορεί να επιστρέψει στον εαυτό της, κάτι που δεν επιφέρει έναν περιορισμό του είναι της, και επιπλέον μία δεύτερη νόηση στην οποία το νοητό σχίζεται από την καταγωγική, πρωταρχική νόηση, για να θεωρήσει τον εαυτό του.
          Αυτή η μορφή (είδος) σκέψης επιστρέφει στον εαυτό της: είναι αυτό-στοχασμός. Η πρώτη μορφή νοήσεως είναι ταυτόσημη με το Ένα καθαυτό και έτσι είναι η συνθήκη που δίνει την δυνατότητα στην δεύτερη μορφή σκέψης (πρώτη υπόθεση του Πλατωνικού Παρμενίδη). Αυτή η δεύτερη μορφή νοήσεως είναι ταυτόσημη με το δεύτερο Ένα, το οποίο είναι καθαυτό διαφοροποιημένο (δεύτερη υπόθεση του Παρμενίδη και βάση του Πλωτινικού πνεύματος). Η πρωτη μορφή της Θείας αυτό-γνωσίας παραμένει καθαρή ταυτότης με τον εαυτό της (αυτό τούτο γνώσις ούσα). Η δεύτερη μορφή, όμως είναι η ανάπτυξη των Θείων κατηγορημάτων, μία ανάπτυξη που εξασφαλίζει, μέσω της επιστροφής (περισκέψεως), την ενότητα στην διαφορετικότητα.
          Εάν ο Θεός γίνεται αντιληπτός σαν Είναι και σαν μη-Είναι, σαν νόηση και σαν μη-νόηση (με την έννοια μίας σκέψης χωρίς περίσκεψη) γίνεται τότε κατανοητό το παράδοξο, σύμφωνα με το οποίο τόσο η αποφατική (αρνητική) Θεολογία, όσο και η θετική εκφράζονται με ακρίβεια και (όσο είναι δυνατόν) με επάρκεια σχετικά με τον Θεό. Παρ'όλα αυτά η αποφατική Θεολογία γίνεται πάνω απ'όλα η έκφραση τής ανθρώπινης αδυναμίας "εμείς και όλα τα άλλα όντα δεν είμαστε τίποτε απέναντι σ'Αυτόν….τίποτα δεν είμαστε συγκρινόμενοι μ'Αυτόν(ημείς και πάντα τα όντα το μηδέν εσμέν προς αυτόν…ημείς ούν το ουδέν ως προς  εκείνον). Αντιθέτως όμως στην καταφατική γίνεται σημείο της πληρότητος του Θείου Είναι (πλήρωμα ών αυτός αυτού).
Αυτή η σύλληψη του Θεού-Ενός που είναι όν (Είναι) και στοχάζεται (νοεί) τον εαυτό του, του Πορφύριου, ξεπερνά την διαφωνία και την αντίρρηση που εξέφρασε προς τον Αριστοτέλη ο Πλωτίνος, καταλογίζοντας του ότι ανάγκασε την Αρχή να νοήσει (να σκεφτεί) και τήν μείωσε τοιουτοτρόπως σε δεύτερη Αρχή, και ερμήνευσε τον άριστο τελικό Θεό που σκέφτεται τον εαυτό του, στον νεοπλατωνικό ορίζοντα μίας Θεολογικής  Ενολογίας (πλ Ενν. V1, 9,7).
        
  9. Ο Μάριο Βιττορίνο και η Τριάδα είναι-ζείν-νοείν.
 Αφήνοντας κατά μέρος την επιρροή του Πορφύριου στον Αυγουστίνο, ας τονίσουμε πώς ακριβώς η παραπάνω σύλληψη του Πορφύριου αποτέλεσε το Τριαδικό δόγμα τού Μάριο Βιττορίνο, το οποίο αντιπροσωπεύει τελικώς, το μοναδικό μεταφυσικό σύστημα της λατινικής γλώσσας.
          Για τον Βιττορίνο ο Θεός, καθότι Ένα καθαυτό, είναι πέραν του παντός και ταυτοχρόνως ή εξαιτίας αυτού, είναι καθαρό Είναι: esse purum. Ο Θεός είναι η καθαυτή νόηση. "Όταν ο Θεός σκέπτεται τον εαυτό του δεν συμβαίνει όπως κάποιος σκέπτεται έναν άλλο, αλλά όπως όταν η ίδια η νόηση νοεί τον εαυτό της".
          Σύμφωνα με τον Βιττορίνο η Τριάδα Είναι-ζείν-νοείν ή ύπαρξη-ζωή-νόηση διαθέτει μία ιδιαίτερη σημασία για τον πραγματικό καθορισμό του ενδο-τριαδικού Είναι και του δυναμισμού του. Αυτή η Τριάδα αναπτύσσεται από τον Πορφύριο σαν ύπαρξις-ζωή (Δύναμις)-νόησις (νούς). Ο Βιττορίνο ταυτίζει την ύπαρξη (esse) με τον Πατέρα, την ζωή με τον Υιό, την νόηση με το Άγιο Πνεύμα. Το Είναι του Πατρός είναι θεμέλιο και αρχή της ζωής και της γνώσεως του Υιού και του πνεύματος, μ'αυτόν ομοούσιοι.
          Σ'αυτή την άχρονη φανέρωση (apparenzia, αυτό- αποκάλυψη) του Είναι του Πατρός στην ζωή του Υιού και στην νόηση του Πνεύματος πραγματοποιείται ή αυτο- σύσταση και η αυτο-γνωσία του Θεού, σαν Τριαδική ενότης. Αυτή η τελευταία κατανοείται σαν δυναμική ταυτότης η οποία εκτίθεται μέσω της διαλεκτικής πού είναι εμμενής σ'αυτή, της ακινησίας και της κινήσεως, της ταυτότητος (του είναι που ανήκει στα θεία πρόσωπα) και ετερότητος. Αυτή η δυναμική ταυτότης συνεπάγεται μία σχετική διαφορά και ταυτόχρονα την ενότητα των τριών.
          Εάν η ζωή κατανοείται σαν εκδήλωσις, εξωτερίκευση (δύναμις) του Είναι-καθιστάμενη δυνατή και επιθυμητή από αυτό το τελευταίο-ή γίνεται κατανοητή, απέναντι στο "υπερούσιο" Ένα του ιδίου του Είναι, σαν Ένα που υπάρχει, τότε αυτή η τρίτη άχρονη φάση πρέπει να κατανοηθεί σαν στοχαστική υπέρβαση αυτής της εξωτερικεύσεως ή σαν επιστροφή του δευτέρου Ενός στο πρώτο Ένα. Η ζωή ολοκληρώνεται, τελείται, μ'αυτόν τον τρόπο στην νόηση (σκέψη). Η αυτογένεση, η Θεία αυθύπαρξη παρουσιάζεται σαν ένας κύκλος, ο οποίος αναπτύσσεται και επιστρέφει στον εαυτό του, ένας κύκλος ο οποίος αναπτύσσεται σύμφωνα με τον νόμο μονή-πρόοδος-Επιστροφή.
Συνεχίζεται
Αμέθυστος.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου