Τρίτη 19 Μαΐου 2015

Ολιβιέ Κλεμάν Η Πνευματική Νεύρωση της Δύσης



Μετάφραση: Πάνος Λιαλιάτσης.
Από περιοδικό «ΕΠΟΠΤΕΙΑ», τεύχος 46 / 1980


Από το χριστιανισμό μαθαίνουμε ότι το πρόσωπο, ανάλογα με την πίστη του, αδράχνεται σε μια μεγάλη αναστάσιμη κίνηση. Στην ευχαριστηριακή καρδιά της Εκκλησίας, όπως και στην πνευματική «καρδιά» κάθε πιστού, ο Χριστός εξακολουθεί να νικά το θάνατο. Έτσι, η ανθρωπότητα και, δι' αυτής, το σύμπαν εισάγονται σε μια πελώρια μεταμόρφωση: την οποία η αγιότητα προλαμβάνει και σπεύδει στην ολοκλήρωσή της. Γιατί, όπως λέει ο απόστολος Παύλος, «πάσα η κτίσις συστενάζει και συνωδίνει άχρι του νυν [...] ελευθερωθήσεται από της δουλείας της φθοράς εις την ελευθερίαν της δόξης των τέκνων του Θεού». (Ρωμ. 8, 18-22).

Η Δύση έμαθε από το χριστιανισμό ότι το πρόσωπο είναι μοναδικό. Παρά τις φιλοσοφίες και τις πολιτικές πρακτικές του «θανάτου του ανθρώπου», ο χριστιανισμός εξακολουθεί να βλέπει κάθε άνθρωπο ως κάτι το απόλυτο. Αλλά η ανάσταση έχει λησμονηθεί, η ανάσταση των νεκρών, των σωμάτων, «της σαρκός», όλης της σάρκας της γης...

Από τα τέλη του Μεσαίωνα, ο χριστιανισμός της Δύσης τόνισε τη «μερική κρίση», ωσάν το παν να παιζόταν τη στιγμή του θανάτου του ατόμου. Έτσι, έγινε μια θρησκεία της «ψυχής» με τη στενή έννοια, τη δυϊστική, που αντιτίθεται στο σώμα, και όχι θρησκεία του προσώπου στην ολότητα της ενσαρκώσεώς του. Το μυστήριο του Πάσχα, που εγκαινιάζει τον ύψιστο σταθμό της κοσμογένεσης, Έχει χάσει σημασία και σπουδαιότητα προς όφελος των «αξιομισθιών», που «εκτήσατο υπέρ ημών» ο Εσταυρωμένος. Τονίστηκε ιδιαίτερα ο Άνθρωπος των πόνων, η «ικανοποίηση» της θυσίας του (σαν να ήταν ο χριστιανισμός θυσία για το Θεό και όχι θυσία του Θεού). Οι λατινικοί ορισμοί του 14ου αιώνα (τους οποίους η Μεταρρύθμιση θα σκληρύνει ακόμη, διακόσια χρόνια υστερότερα), βεβαιώνουν πως, ευθύς μετά το θάνατο του ατόμου, ευθύς μετά τη «μερική κρίση», μερικές ψυχές καταδικάζονται οριστικά, ριγμένες έτσι για πάντα στην απουσία του Θεού, ενώ άλλες προχωρούν στη θέαση της θείας ουσίας και της ολοκληρωτικής μακαριότητας. Είμαστε μακριά από την κοινωνική και δυναμική αντίληψη της αδιαίρετης Εκκλησίας, που προσευχόταν (όπως κάνει και σήμερα ακόμη στον εσπερινό της Πεντηκοστής) υπέρ πάντων των νεκρών, εννοώντας και εκείνους που βρίσκονται στον Άδη, αντίληψη, σύμφωνα με την οποία οι άγιοι και ο Χριστός ο ίδιος προσμένουν και προετοιμάζουν την οριστική και παγκόσμια νίκη επί του θανάτου. Μονάχα η προσευχή, στη Δύση, υπέρ των ψυχών του Καθαρτηρίου διαφύλαξε κάποιο στοιχείο απ' αυτή την αρχική δράση, αλλά με προσθήκες εκτιμήσεων κάπως νομικών, έπειτα με απαίτηση χρημάτων, πράγμα που είχε ως συνέπεια την απόρριψή της από τη Μεταρρύθμιση.

Διαμέσου αυτής της αλλαγής σκέψεως, η έμμονη σχεδόν θέαση του νεκρού σώματος του Εσταυρωμένου προκάλεσε αυτό που ένας σύγχρονος κοινωνιολόγος, ο Ζαν Ντυβινιό, ονομάζει «τραυματισμό της Δύσεως». Κατά τα τέλη του Μεσαίωνα, έπειτα σε μερικά ρεύματα της Αντιμεταρρυθμίσεως, το κήρυγμα με επίκεντρο την απειλή της κολάσεως, ο πολλαπλασιασμός, στην τέχνη, «των μακάβριων χορών», έπειτα η αλλόκοτη θεατροποίηση των κηδειών, μια θεολογία που, εκτός απ' το Λούθηρο, φαίνεται ν' αγνοεί την εις Άδου κάθοδο του Χριστού, όλα αυτά συνετέλεσαν να μετατρέψουν το χριστιανισμό σε θρησκεία της τραγωδίας και της αθανασίας της ψυχής παρά σε θρησκεία της πασίχαρης αναστάσεως των σωμάτων. Ωστόσο, τα σώματα ξαναζωντανεύουν, τότε, στ' αρχαία αγάλματα, με τη μαρμάρινη γύμνια, που ξεθάβουν οι ουμανιστές, αλλά ο χριστιανισμός βαδίζει πλάϊ στην ουμανιστική παιδεία χωρίς να την ζωογονεί. Τότε, επίσης, τα κινήματα της ευαγγελικής πτώχειας ξαναβρίσκουν στην Αποκάλυψη την υπόσχεση της επίγειας χιλιετούς βασιλείας για τους αναστημένους δικαίους. Αλλ' αυτή η βασιλεία δεν οδηγεί σε μια δημιουργική αγιότητα, αναγγέλλεται δια πυρός και σιδήρου άσκοπων εξεγέρσεων, που καταπνίγονται το ίδιο άσκοπα. Ο ουμανισμός, οι ουτοπίες με ορίζοντα καθαρά επίγειο καταλήγουν σήμερα στη θέληση να λησμονηθεί ο θάνατος.

Έτσι, η Δύση κράτησε από το χριστιανισμό τη βεβαιότητα για το μοναδικό χαραχτήρα του προσώπου, ή, καλύτερα, του ατόμου, αλλ' όχι το μήνυμα της αναστάσεως. Οι αρχαίες αποκρίσεις στο αίνιγμα του θανάτου είναι απαράδεχτες για κείνον που ξέρει πως είναι μοναδικός. Δεν μπορεί κανείς να διαλυθεί στην απεραντοσύνη (διάλυση που μαρτυρούν όσοι πολιτισμοί αποτεφρώνουν τα πτώματα), σαν να ήταν το άτομο ένα σύμφυρμα δανεισμένων στοιχείων στο μεγάλο παιγνίδι του σύμπαντος. .Δεν μπορεί να πιστέψει κανείς στη μετεμψύχωση (transmigration) — που μαρτυρείται από παλιά στις λαϊκές παραδόσεις, στην Ευρώπη επίσης — μετεμψύχωση, κατά την οποία, για τους πνευματικούς της Ινδίας κανείς δεν μετεμψυχώνεται, οριστικά, παρά μονάχα το απόλυτο, ο μοναδικός Εαυτός όλων των υπάρξεων. Δεν μπορεί κανείς να πεθάνει με τη φυτική ειρήνη των Ασιατών, και μάλιστα εκείνων των Ρώσων χωρικών, που θαύμασαν ο Τολστόη και ο Σολζενίτσυν. Γι' αυτό ο θάνατος ποτέ δεν ήταν τόσο γυμνός, ένας θάνατος τόσο ωμός, θα λέγαμε, και συνεπώς ακατανόητος. Όταν κάποιος αγαπά, όταν αγάπησε έστω και για μια στιγμή, ξέρει πως κανείς δεν είναι εκ του κόσμου τούτου. Τι σημαίνει τότε, πώς να σκεφθεί ότι κάποιος δεν υπάρχει πια; Ο ακατανόητος και ωμός θάνατος, ιδού η καθαρή αγωνία, ιδού η κόλαση.

Όταν ο θάνατος έχει θεϊκή διαφάνεια, τότε δίνει κάποιο νόημα στον ηλικιωμένο. Όπως το παιδί έχει εμπιστοσύνη στον πατέρα του, έτσι κι αυτός, αλλά πατέρας του δεν μπορεί να είναι παρά ο Θεός. Τότε ο γέρος γίνεται όλος μνήμη και ελπίδα. Η ελπίδα του επιτρέπει ν' αποκρυπτογραφήσει τα πάντα στη Μνήμη του Θεού.

Σήμερα οπισθοχωρούμε με τα νώτα προς το θάνατο, πιστεύουμε πως βοηθάμε τους γέρους κάνοντάς τους να μαϊμουδίζουν τους νέους, αλλά οι γέροι δεν έχουν πια τίποτα να μας πουν, τίποτα να διηγηθούν στα παιδιά, δεν έχουν πια μνήμη μιας και δεν έχουν πια ελπίδα.

Το 17ο αιώνα, τον καιρό του θριάμβου του ορθολογισμού, οι άνθρωποι έκλειναν στα φρενοκομεία τους «ηλίθιους» και τους «αγαθιάρηδες», μάρτυρες της εύθραυστης φυσικής ύπαρξης, μάρτυρες των αβύσσων: άλλοτε από ενόχληση και φρίκη, άλλοτε γιατί δεν μπορούσαν να υποφέρουν τη σοφία τους... Τον «αιώνα των φώτων», σκέπασαν τις οστεοθήκες που έχασκαν μέσα στο Παρίσι και μάζεψαν τα λείψανα σε νεκροταφεία γύρω από τις πόλεις, κάτω από τις βαριές πλάκες της οικογενειακής ματαιοδοξίας. Στην εποχή μας, κλείνουν τους γέρους σε άσυλα υγιεινής, αν δεν τους παρατούν να φυτοζωούν και να πεθαίνουν ολομόναχοι. Έτσι τους λησμονούν, για να πείσουν καλύτερα τον εαυτό τους πως είναι ακόμη νέοι, μέσα στην παχυλή βεβαιότητα ενός ατέλειωτου χρόνου. Επίσης, oι βαριά άρρωστοι αφήνονται στην επιστημονική απομόνωση των νοσοκομείων, όπου πεθαίνουν μόνοι, καταπληγωμένοι από καθετήρες και βελόνες, συχνά χωρίς αυτοσυνείδηση: χωρίς φίλους, χωρίς προπάντων εκείνη την προσευχή που οδηγεί την ψυχή στους δρόμους του αόρατου. Χωρίς διόλου δυνατότητα, για τον ετοιμοθάνατο, ν' αφήσει στους διπλανούς του μια λέξη που έρχεται ήδη από αλλού και που τους ετοιμάζει και τους ίδιους σ' αυτό το πέρασμα...

Έχουν τα πάντα ειπωθεί για τη δόλια εξαφάνιση του θανάτου στη σύγχρονη Δύση, και τα πράγματα είναι ακόμη χειρότερα, φαίνεται, στη Σοβιετική Ένωση, όπου τα νεκροταφεία είναι συχνά εγκαταλελειμμένα και εύκολα καταστρέφονται για να δώσουν τη θέση τους σε στάδια: τόπο στη ζωή! Στις Ηνωμένες Πολιτείες, μακιγιάρουν τους νεκρούς για μια στερνή τελετή — Keep smile ακόμη μια φορά —, τα νεκροταφεία απλώνονται σε μεγάλες πρασιές, αθώες σαν λησμονιά. Σε κάποιο καντόνι της Ελβετίας, οι κάτοικοι, για να ξεφύγουν το ψυχολογικό σοκ της τοποθετήσεως του νεκρού στο φέρετρο, μεταφέρουν τη σορό πάνω σε φορείο, όπως έναν άρρωστο ή έναν πληγωμένο.

Οι άνθρωποι σήμερα απομακρύνουν τα παιδιά απ' τους νεκρούς, μολονότι το πρόσωπο μερικών νεκρών, ειρηνικό και όμορφο, θα μπορούσε ν' ανοίξει τα παιδικά μάτια στο μυστήριο. Δεν ξενυχτούν πια τους νεκρούς ούτε λένε στους βαριά αρρώστους πως θα πεθάνουν σε λίγο. Για να τους το ανακοινώσουν, για να ξενυχτήσουν, θάπρεπε να ήξεραν ν' αναλάβουν τον άλλο μέσα στην τρυφερότητα και την προσευχή, στην Εκκλησία. Παρουσιάζουν την αρρώστεια, το θάνατο σαν τυχαία γεγονότα, που δεν έχουν καμιά σημασία και προπάντων τη σημασία πως αυτά θέτουν σε αμφισβήτηση την επάρκεια του κόσμου τούτου. Τα πάντα μένουν σε τούτον τον κόσμο, και το μόνο που επιζητούν είναι να εξαλείψουν τις αρρώστειες, να επιβραδύνουν το θάνατο. Οι άνθρωποι ζουν και πεθαίνουν, και, εφ' όσον τίποτα άλλο δεν υπάρχει εκτός από τούτον τον κόσμο, οι επιζώντες δεν μπορούν τίποτα να σκεφθούν και να πουν. Η βουβαμάρα των νεκρών μας προσβάλλει όλους. Οι άνθρωποι καταφεύγουν σε διάφορες τεχνικές μεθόδους, ανάμεσα στις οποίες η «θεραπευτική μανία» είναι παράλογος παροξυσμός. Αλλ' αυτή η μανία, αν δημιουργεί πρόβλημα, τούτο οφείλεται σε οικονομικούς προπάντων λόγους.

Και η αγωνία φαρμακώνει τα πάντα, προκαλεί μια αληθινή πνευματική νεύρωση. Η επιθυμία του ανθρώπου — με τη σημασία που μιλάει η Αποκάλυψη, μ' έναν τρόπο ολότελα θετικό, «για τον άνδρα των επιθυμιών» — αποταμιεύεται αντίστροφα σε μια νευρωτική κατανάλωση. Η ψυχοσωματική ιατρική γνωρίζει τη βουλιμία των αγχοτικών. Ολόκληρος ο πολιτισμός μας έχει προσβληθεί απ' αυτή, βουλιμία για τροφή, για εντυπώσεις, για εικόνες, για ήχους, και μάλιστα για τέρψεις «πολιτιστικές». Σ' αυτή τη βουλιμία, αναφαίνεται, βγαίνει στην επιφάνεια, γίνεται ιστορική δομή το «προπατορικό αμάρτημα», αυτή η υφαρπαγή που αναδιπλώνεται στον εαυτό της, ώστε ο Ρωμανός ο Μελωδός, ο μεγάλος υμνογράφος του 6ου αιώνα, να ορίζει τη συμπεριφορά του Αδάμ σαν μιαν «άρνηση της στερήσεως». Επίσης, μπορεί κανείς να ξεγελά την υπαρξιακή αγωνία με την προσμονή, λυρική ή βίαιη, μιας τέλειας κοινωνίας...

Έτσι, αναπτύσσεται ο πολιτισμός των ναρκομανών: χάπια ευφορίας ή ηρεμιστικά, τα όποια συνεχώς αυξάνει η ιατρική βιομηχανία, προβολή στους άλλους, στους εχθρούς, τούτης της σκιάς που μας κυνηγάει και στην οποία οι αρχαϊκοί πολιτισμοί έβλεπαν την εικόνα του ανθρώπινου ειδώλου ή της ψυχής. Και οι μεγάλοι φόβοι και τα μεγάλα θεωρητικά μίση της πολιτικής. Ο ερωτισμός, τα ναρκωτικά, μια κάποια χρήση της μουσικής και της ταχύτητας, τεχνικές μέθοδοι εκστάσεως ξεριζωμένες απ' το αρχικό τους περιβάλλον: Οι άνθρωποι θάθελαν να δώσουν στη ζωή τέτοια ένταση που να μην υπήρχε πια σ' αυτή ούτε σκιά ούτε θάνατος. Όμως ο θάνατος έχει πάντα την τελευταία λέξη. Τίποτα δεν τους αφήνει τόσο μόνους, σε μια παγερή μοναξιά, όσο ένας παροξυσμός. Απομένει το παιχνίδι με την αυτοκτονία —το αντίστροφο ίσως μιας καταφυγής σε βοήθεια— ή, η επιθυμία να δολοφονήσουν την κοινωνία. Γιατί όχι μόνον απ' την εποχή του Ρουσσώ, απ' την εποχή του Μαρξ κυρίως, οι άνθρωποι θεωρούν την κοινωνία ως υπεύθυνη για κάθε κακό, αλλά γιατί ανακαλύπτουν ξαφνικά, όταν πέσουν οι μάσκες, πως αυτός ο πολιτισμός της ευτυχίας είναι στην πραγματικότητα ένας πολιτισμός του θανάτου.

Στο τέλος το παιγνίδι γίνεται πραγματικότητα. Πόσοι νέοι αυτοκτονούν σήμερα γιατί, κατά τη γνώμη τους, δεν υπάρχει πουθενά νόημα; Πόσες νευρικές καταπτώσεις που γίνονται γρήγορα χρόνιες, μένουν αθεράπευτες απ' τη μέθοδο του Φρόϋντ και ερμηνεύονται μονάχα μ' αυτή την απουσία του νοήματος; Ο πειρασμός της αυτοκτονίας εξαπλώνεται ολοένα, απειλεί το ανθρώπινο είδος. Με τον τεχνικό χωρισμό της παιδοποιίας απ' τη σεξουαλικότητα, η γεννητικότητα πέφτει κατακόρυφα στις βιομηχανικές χώρες, στην Ανατολή περισσότερο απ' ό,τι στη Δύση. Η τάση αυτή φτάνει σήμερα ως την Ιαπωνία, την Κίνα, τη νοτιανατολική Ασία. Η αύξηση του μηδενισμού καθιστά έκτοτε δυνατή, κατά τόπους, την αυτοκτονία του είδους.

Σήμερα η σιωπή έσπασε. Το θέμα του θανάτου εμφανίζεται έντονα στη φιλοσοφική, ιστορική και ιατρική σκέψη. Καταγγέλλεται το σκάνδαλο ότι τόσοι άνθρωποι πεθαίνουν μοναχικοί και χωρίς αυτοσυνείδηση, ότι τόσοι γέροι έχουν εγκαταλειφθεί μέσα στην αγωνία που τους λυσσοτρώει. Έτσι, ετοιμάζεται, ίσως, μια μεταμόρφωση του αθεϊσμού. Φαίνεται πως έρχεται ο καιρός μιας λεπτής και θλιμμένης τρυφερότητας, χωρίς ελπίδα, οπότε οι άνθρωποι, ορφανοί, θα σιμώνουν ο ένας δίπλα στον άλλο με ρίγος, περιβάλλοντας τους ετοιμοθάνατους με τρυφερή, κι ωστόσο, άδεια στοργή, αφού είναι εξ ολοκλήρου εκ του κόσμου τούτου. Οι άνθρωποι θα πεθαίνουν μέσα σ' ένα είδος έκστασης, που θα προκαλούν τα ναρκωτικά, περιτριγυρισμένοι από φίλους. Αυτή η επιστροφή στο μηδέν θα τελειώνει σαν μια αιμομιξία: Πραγματικά, ακόμα κι εκεί στην έσχατη απογύμνωση, δεν θα υπάρχει θέση για τον Πατέρα...

Πρέπει να το πούμε; Κάτι τέτοιο δεν θα σημαίνει τη θεραπεία της μεγάλης νεύρωσης της Δύσης. Θα σημαίνει την εποχή μεγάλων πνευματικών κρίσεων, που θα σημαδεύονται από απόπειρες σαν τις προχριστιανικές, αλλά και από ανανέωση του ευαγγελισμού της Αναστάσεως.

Ήδη, οι γιατροί που μελέτησαν λόγια και συμπεριφορά προσώπων που ξαναγύρισαν απ' τα σύνορα του θανάτου, μας θυμίζουν εκείνο που όλοι οι πολιτισμοί ήξεραν, εκτός απ' το δυτικό πολιτισμό των δύο τελευταίων αιώνων: Ότι το πλησίασμα του θανάτου δεν προξενεί μονάχα μιαν απότομη αλλαγή (είναι μια στιγμή πού δεν διαρκεί πολύ, τουλάχιστο στους ηλικιωμένους), αλλ' ακόμη την ειρηνική αποδοχή, το ενδιαφέρον, την περιέργεια• ότι η ψυχή, αφού, χωριζόμενη του σώματος, ακολουθήσει μια μακριά σήραγγα, παρόμοια μ' εκείνη που απεικόνισε ο Ιερώνυμος Μπός, βγαίνει σ' ένα ολότελα διαφορετικό φως, όπου την περιμένουν, για να την καλωσορίσουν και να την συντροφέψουν, αγαπημένες υπάρξεις που πέθαναν πριν απ' αυτήν ότι τότε η ψυχή ξαναβλέπει και κρίνει το παρελθόν της μέσα σε τούτο το φως, όπου κάθε λέξη, κάθε χειρονομία ανακεφαλαιώνονται και βρίσκουν ένα απροσδόκητο νόημα. Και μετά; Ποτέ κανείς, σ' αυτές τις μαρτυρίες, δεν υπερπήδησε το τελευταίο σύνορο, αφού πρόκειται για άντρες και γυναίκες που ξαναγύρισαν στη ζωή. Μήπως η ψυχή πηγαίνει τότε να διαλυθεί μέσα στο φως ή καταφεύγει σ' αυτό για ν' αναγεννηθεί, μέσα σε μια μήτρα, όπως υποσημαίνει το «Βιβλίο των Νεκρών» του Θιβέτ; Ή μήπως πηγαίνει στο φως του Χριστού, για να καθαρθεί, να ειρηνεύσει, να προετοιμασθεί και ίσως να συνεργασθεί στην τελική μεταμόρφωση του σύμπαντος, σ' αυτή την ανακαίνιση του «ουρανού» και της «γης», την οποία η ψυχή θα πραγματοποιήσει σ' ένα «σώμα δόξης», που το σπέρμα του φέρνει απ' εδώ κάτω;

Σ' αυτές τις προοπτικές, προαισθανόμαστε πως η δυτική αγωνία, που αποβαίνει οικουμενική (ένας απελπισμένος Κινέζος εθνοφρουρός φαίνεται το ίδιο μηδενιστής μ' έναν Δυτικό), συνιστά καθαρά σήμερα την κόλαση, όπου κατεβαίνει ο Χριστός. Εκεί, από κει και από κανένα άλλο μέρος, μας ανασταίνει ο Αναστάς. Η Εκκλησία δεν είναι τίποτε άλλο παρά το ποτήριο της ευχαριστίας, όπου υπεραφθονούν οι θείες ενέργειες «υπέρ της του κόσμου ζωής». Ο άγιος είναι ο άλλως ζων, που δρασκέλισε ήδη το θάνατο και μεταλαμβάνει την ανάσταση. Στην παλαιοχριστιανική εποχή, οι άνθρωποι ονόμαζαν έναν μεγάλο πνευματοφορο ως έναν αναστημένο. Και ο λαός χαρακτήριζε τους χριστιανούς, όταν ο διωγμός ηύξανε το μαρτύριο, ως «εκείνους που δεν φοβούνταν το θάνατο».

Έτσι, ο θάνατος άλλαξε σημασία. Δεν είναι πια τείχος της αγωνίας, αλλά, διαμέσου της αδημονίας που εξομοιώνεται μ' εκείνη του Χριστού, υπόσχεται ειρήνη. «Ειρήνην αφίημι υμίν, ειρήνην την εμήν δίδωμι υμίν», λέει ο Χριστός, «ειρήνην πάντα νουν υπερέχουσαν», «ου καθώς ο κόσμος δίδωσιν»: μια ειρήνη που δεν είναι πια εκ του κόσμου τούτου.

Το να ζει κανείς εν Χριστώ, σημαίνει να ζει πέραν του θανάτου, να κάνει να βλασταίνει μέσα του το «σώμα της δόξης».

Στην Κωνσταντινούπολη, όταν πάρει κανείς την αρχαία «Μέση Οδό», αφήνει πίσω του την Αγία Σοφία, τη βασιλική της του Θεού Σοφίας, που υπήρξε το κέντρο ενός θαυμάσιου, αλλά κλειστού, χριστιανικού πολιτισμού• και καταλήγει φτάνοντας, στα προάστεια, στη μικρή εκκλησία της Χώρας, δηλαδή των αγρών, οι οποίοι άρχιζαν από κει (όπως λέμε, στο Παρίσι, η Παναγία των Αγρών - Notre Dame des Champs), αλλά δείχνει επίσης το «σύνορο»; εκείνο της πόλης, εκείνο ενός πολιτισμού, το σύνορο κυρίως της ανθρώπινης μοίρας. Σ' ένα ευρύχωρο πλαϊνό παρεκκλήσι, το ύστερο Βυζάντιο που βάδιζε προς το θάνατο, έγραψε για μας το μήνυμά του: στην τοιχογραφία της αψίδας, ο Χριστός κατεβαίνει στον Άδη για να τον συντρίψει• είναι λαμπροφορεμένος, αλλά δεν βρίσκεται πια επί του όρους της Μεταμορφώσεως, είναι στον ίδιο το βυθό της αγωνίας και της σκοτεινής ασφυξίας. Το ένα του πόδι, με μια απίστευτη βία, θραύει τα «κλείθρα του κόσμου τούτου». Το άλλο πόδι, σε μια κίνηση χορού, σαν σε κολύμπι, αρχίζει την άνοδο, όπως ο βουτηχτής που, αφού άγγιξε το βυθό, τον «χτυπά» για ν' ανέβει ξανά στον αέρα και το φως.

Αλλά ο αέρας και το φως είναι Εκείνος: «σήμερον μετ' εμού έσει εν τω παραδείσω», μπόρεσε να πει, την ώρα της σταυρώσεως, στο ληστή που ξεψυχούσε δίπλα του. Ο αέρας και το φως είναι η ακτινοβολία του προσώπου του που αστράφτει από το Πνεύμα. Και να η απελευθερωτική χειρονομία: κάθε χέρι του Χριστού πιάνει από τον καρπό του χεριού (και όχι από την παλάμη, η σωτηρία είναι προπάντων ένα δώρο και όχι μια διαπραγμάτευση) τον Άνδρα και τη Γυναίκα, και τους πετά έξω απ' τα μνήματά τους. Κανένα καθρέφτισμα: κάθε πρόσωπο είναι άπειρο και σ' αυτή την τέχνη, τα σώματα δεν ρίχνουν σκιά. Καμμιά μετενσάρκωση: κάθε πρόσωπο είναι μοναδικό. Καμμιά σύγχυση: κάθε πρόσωπο είναι ένα μυστικό. Κανένας χωρισμός: όλα τα πρόσωπα είναι φλόγες της ίδιας Φωτιάς. Και ο σκοπός δεν είναι η αθανασία των ψυχών• αθάνατες, είναι ήδη και στον Άδη, σ' αυτόν τον αθάνατο θάνατο που συνιστά η αγωνία: κάθε πρόσωπο είναι εκ της γης, αλλ' αυτή η γη είναι καμωμένη απ' τον ουρανό.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου